σφήνωμα: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(b)
 
(40)
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1050.png Seite 1050]] τό, das Gekeilte, Eingekeilte, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1050.png Seite 1050]] τό, das Gekeilte, Eingekeilte, Sp.
}}
{{grml
|mltxt=το, Ν [[σφηνώνω]]<br /><b>1.</b> [[στερέωση]] πράγματος με [[σφήνα]]<br /><b>2.</b> [[παρεμβολή]] σφήνας [[ανάμεσα]] σε δύο ή περισσότερα πράγματα<br /><b>3.</b> ερμητικό [[κλείσιμο]], [[φράξιμο]], [[εμπλοκή]].
}}
}}

Latest revision as of 12:44, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1050] τό, das Gekeilte, Eingekeilte, Sp.

Greek Monolingual

το, Ν σφηνώνω
1. στερέωση πράγματος με σφήνα
2. παρεμβολή σφήνας ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα
3. ερμητικό κλείσιμο, φράξιμο, εμπλοκή.