καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
[Seite 1050] τό, das Gekeilte, Eingekeilte, Sp.
το, Ν σφηνώνω
1. στερέωση πράγματος με σφήνα
2. παρεμβολή σφήνας ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πράγματα
3. ερμητικό κλείσιμο, φράξιμο, εμπλοκή.