ἱερευτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iereftikos
|Transliteration C=iereftikos
|Beta Code=i(ereutiko/s
|Beta Code=i(ereutiko/s
|Definition=ἱερευτική, ἱερευτικόν, [[belong]]ing to a <b class="b3">ἱερόν, [γῆ]</b> ''PTeb.''5.236 (ii B.C.): [[ἱερευτικά]], τά, ib.257.
|Definition=ἱερευτική, ἱερευτικόν, [[sacrificial]], [[sacred]], [[belong]]ing to a [[ἱερόν]], [γῆ] ''PTeb.''5.236 (ii B.C.): [[ἱερευτικά]], τά, ib.257.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱερευτικός]], -ή, -όν (Α) [[ιερεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κάτι]] [[ιερό]].
|mltxt=[[ἱερευτικός]], -ή, -όν (Α) [[ιερεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κάτι]] [[ιερό]].
}}
}}

Latest revision as of 07:23, 14 January 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερευτικός Medium diacritics: ἱερευτικός Low diacritics: ιερευτικός Capitals: ΙΕΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hiereutikós Transliteration B: hiereutikos Transliteration C: iereftikos Beta Code: i(ereutiko/s

English (LSJ)

ἱερευτική, ἱερευτικόν, sacrificial, sacred, belonging to a ἱερόν, [γῆ] PTeb.5.236 (ii B.C.): ἱερευτικά, τά, ib.257.

Greek Monolingual

ἱερευτικός, -ή, -όν (Α) ιερεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάτι ιερό.