προασπιστήρ: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(a) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0709.png Seite 709]] ῆρος, ὁ, Vorfechter, Nonn. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0709.png Seite 709]] ῆρος, ὁ, Vorfechter, Nonn. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προασπιστήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ προασπίζων, ὁ κρατῶν ἀσπίδα πρό τινος, [[ὑπερασπιστής]], [[πρόμαχος]], τινος Νόνν. Δ. 20. 50· οὕτω, προασπιστής, οῦ, ὁ, Διον. Ἁλ. 3. 14. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 11. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:04, 5 August 2017
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A one who holds a shield before, champion, τινος Nonn.D.20.50.
German (Pape)
[Seite 709] ῆρος, ὁ, Vorfechter, Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
προασπιστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ προασπίζων, ὁ κρατῶν ἀσπίδα πρό τινος, ὑπερασπιστής, πρόμαχος, τινος Νόνν. Δ. 20. 50· οὕτω, προασπιστής, οῦ, ὁ, Διον. Ἁλ. 3. 14. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 11.