ἀχειροποίητος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
(b)
(6_18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0417.png Seite 417]] nicht mit Händen gemacht, N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0417.png Seite 417]] nicht mit Händen gemacht, N. T.
}}
{{ls
|lstext='''ἀχειροποίητος''': -ον, ὁ μὴ διὰ χειρῶν πεποιημένος, ἐπὶ οἰκοδομῶν καὶ ἀγαλμάτων, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 58, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ε΄, 1, Ἐκκλ.· [[ἀχειροποίητος]] [[περιτομή]], δηλ. πνευματική, Ἐπιστ. π. Κολ. β΄, ΙΙ. ― Ἐπίρρ. -τως, Κύριλλ
}}
}}

Revision as of 11:39, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχειροποίητος Medium diacritics: ἀχειροποίητος Low diacritics: αχειροποίητος Capitals: ΑΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: acheiropoíētos Transliteration B: acheiropoiētos Transliteration C: acheiropoiitos Beta Code: a)xeiropoi/htos

English (LSJ)

ον,

   A not made by hands, of buildings and statues, Ev.Marc.14.58, 2 Ep.Cor.5.1; ἀ. περιτομή, i.e. spiritual, Ep.Col.2.11.

German (Pape)

[Seite 417] nicht mit Händen gemacht, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχειροποίητος: -ον, ὁ μὴ διὰ χειρῶν πεποιημένος, ἐπὶ οἰκοδομῶν καὶ ἀγαλμάτων, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ιδ΄, 58, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ε΄, 1, Ἐκκλ.· ἀχειροποίητος περιτομή, δηλ. πνευματική, Ἐπιστ. π. Κολ. β΄, ΙΙ. ― Ἐπίρρ. -τως, Κύριλλ