διαυθεντέω: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0609.png Seite 609]] zuverlässig behaupten, Sext. Emp. adv. math. 7, 425. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0609.png Seite 609]] [[zuverlässig behaupten]], Sext. Emp. adv. math. 7, 425. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαυθεντέω:''' [[с уверенностью утверждать]] Sext. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=διαυθεντῶ ([[διαυθεντέω]]) (Α)<br /><b>1.</b> [[βεβαιώνω]] με [[ασφάλεια]], [[είμαι]] καλά πληροφορημένος («τὸ δ' εἰ ταῖς αληθείαις τοιοῦτον ἐστιν... μὴ ἔχειν ἡμᾶς διαυθεντεῖν», Σέξτ. Εμπ., <i>Προς Μαθηματικούς</i>)<br /><b>2.</b> (με γεν.) [[είμαι]] [[κύριος]], [[δεσπόζω]] («διδάσκειν δὲ γυναικὶ οὐκ [[ἐπιτρέπω]], οὐδὲ διαυθεντεῖν τοῦ ἀνδρὸς» <b>Ιω. Χρυσ.</b>). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαυθεντέω''': βεβαιῶ ασφαλῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7.425.<br />2) μετὰ γεν., ἄρχω. δεσπόζω, Ἰω. Χρυσόστ. 9. 778Ε (Migne). | |lstext='''διαυθεντέω''': βεβαιῶ ασφαλῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7.425.<br />2) μετὰ γεν., ἄρχω. δεσπόζω, Ἰω. Χρυσόστ. 9. 778Ε (Migne). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:58, 15 November 2024
English (LSJ)
to be certainly informed, S.E.M.7.425.
Spanish (DGE)
1 afirmar con autoridad, afirmar con certeza τὸ δ' εἰ ταῖς ἀληθείαις τοιοῦτόν ἐστι οἷον καὶ φαίνεται ... μὴ ἔχειν ἡμᾶς διαυθεντεῖν S.E.M.7.425.
2 c. gen. tener autoridad sobre γυναιξὶ οὐκ ἐπιτρέπω ... διαυθεντεῖν τοῦ ἀνδρός Chrys.M.60.698.
German (Pape)
[Seite 609] zuverlässig behaupten, Sext. Emp. adv. math. 7, 425.
Russian (Dvoretsky)
διαυθεντέω: с уверенностью утверждать Sext.
Greek Monolingual
διαυθεντῶ (διαυθεντέω) (Α)
1. βεβαιώνω με ασφάλεια, είμαι καλά πληροφορημένος («τὸ δ' εἰ ταῖς αληθείαις τοιοῦτον ἐστιν... μὴ ἔχειν ἡμᾶς διαυθεντεῖν», Σέξτ. Εμπ., Προς Μαθηματικούς)
2. (με γεν.) είμαι κύριος, δεσπόζω («διδάσκειν δὲ γυναικὶ οὐκ ἐπιτρέπω, οὐδὲ διαυθεντεῖν τοῦ ἀνδρὸς» Ιω. Χρυσ.).
Greek (Liddell-Scott)
διαυθεντέω: βεβαιῶ ασφαλῶς, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7.425.
2) μετὰ γεν., ἄρχω. δεσπόζω, Ἰω. Χρυσόστ. 9. 778Ε (Migne).