προσβλητικός: Difference between revisions
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(b) |
(34) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0754.png Seite 754]] ή, όν, hinzuwerfend, -setzend, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0754.png Seite 754]] ή, όν, hinzuwerfend, -setzend, Sp. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό, ΝΑ [[προσβλητός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που προσβάλλει, που θίγει κάποιον («προσβλητικά [[λόγια]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που ρίχνει [[κάτι]] σε κάποιον. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>προσβλητικώς</i> και <i>προσβλητικά</i> Ν<br />με προσβλητικό τρόπο. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:22, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 754] ή, όν, hinzuwerfend, -setzend, Sp.
Greek Monolingual
-ή, -ό, ΝΑ προσβλητός
νεοελλ.
αυτός που προσβάλλει, που θίγει κάποιον («προσβλητικά λόγια»)
αρχ.
αυτός που ρίχνει κάτι σε κάποιον.
επίρρ...
προσβλητικώς και προσβλητικά Ν
με προσβλητικό τρόπο.