βιαιοθάνατος: Difference between revisions
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
(b) |
(6_17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0444.png Seite 444]] eines gewaltsamen Todes sterbend, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0444.png Seite 444]] eines gewaltsamen Todes sterbend, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βιαιοθάνᾰτος''': -ον, ὁ ἀποθνήσκων βίαιον θάνατον, Α. Β. 1354, Λοβ. Φρύν. 642 κἑξ.· [[λέξις]] μεταγεν. [[συχνάκις]] διαφθειρομένη εἰς βιοθάνατος ἢ βιοθανής, ἴδε Δουκάγγ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:38, 5 August 2017
English (LSJ)
[θᾰ], ον,
A dying a violent death, most freq. of suicides, Vett.Val.74.29, Paul.Al.M.2, Olymp. in Phd.p.243 N., PMag.Par.1.1950, Suid. s.v. κυνήγιον.—Freq. written βιοθάνατος.
German (Pape)
[Seite 444] eines gewaltsamen Todes sterbend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βιαιοθάνᾰτος: -ον, ὁ ἀποθνήσκων βίαιον θάνατον, Α. Β. 1354, Λοβ. Φρύν. 642 κἑξ.· λέξις μεταγεν. συχνάκις διαφθειρομένη εἰς βιοθάνατος ἢ βιοθανής, ἴδε Δουκάγγ.