ἐκκοπεύς: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(b) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0764.png Seite 764]] ὁ, ein Messer zum Ausschneiden, Galen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0764.png Seite 764]] ὁ, ein Messer zum Ausschneiden, Galen. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐκκοπεύς''': έως, ἡ, [[μάχαιρα]] πρὸς ἀπόκοψιν, ἐκκοπήν, Γαλην. τόμ. 4 σ. 148D: ἐκκοπεῖς ἰσχυροί τε ἅμα καὶ ὀξεῖς: καὶ ὁ Λ. Δινδ. ἀναγινώσκει ἐκκοπεῦσι ἀντὶ ἐκκοπεύσει ἐν Παύλῳ Αἰγιν. 6.88. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:40, 5 August 2017
English (LSJ)
έως, ἡ,
A a knife for excising, Heliod. ap. Orib.44.11.6, Gal. 2.592, prob. in Paul.Aeg.6.88.
German (Pape)
[Seite 764] ὁ, ein Messer zum Ausschneiden, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκοπεύς: έως, ἡ, μάχαιρα πρὸς ἀπόκοψιν, ἐκκοπήν, Γαλην. τόμ. 4 σ. 148D: ἐκκοπεῖς ἰσχυροί τε ἅμα καὶ ὀξεῖς: καὶ ὁ Λ. Δινδ. ἀναγινώσκει ἐκκοπεῦσι ἀντὶ ἐκκοπεύσει ἐν Παύλῳ Αἰγιν. 6.88.