ἀκανθυλλίς: Difference between revisions
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἀκανθυλλὶς (- | |mltxt=ἀκανθυλλὶς (-ίδος), η (Α)<br /><b>1.</b> η [[καρδερίνα]]<br /><b>2.</b> ο [[ασφάραγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> υποκοριστ. της λ. [[ακανθίς]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, Dim. of ἀκανθίς (in form), prob.
A goldfinch, Eub.123(dub.), Arist.HA593a13, 616a5, cf. Edict.Diocl.4.34.
2 = ἀσφάραγος, Apul.Herb.84.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
• Alolema(s): ἀκανθυλίς DP 4.34A, Gloss.3.360
orn. pájaro moscón, Remiz pendulinus (L.) Eub.120.3, Arist.HA 593a13, DP l.c., Plu.2.537b, Plin.HN 10.96, cf. ἀκανθίς.
German (Pape)
[Seite 68] ίδος, ἡ, dimin. von ἀκανθίς, Arist. H. A. 8, 3; Eubul. Ath. II, 65 e; Ael. N. A. 4, 5.
Russian (Dvoretsky)
ἀκανθυλλίς: ίδος ἡ щегленок Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκανθυλλίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ ἀκανθὶς (κατὰ τύπον), «σκαθὶ» εἶδος καρδερίνας, aegithalus pendulinus, Εὔβουλ. Ἄδηλ. 14. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 3, 9., 9. 13, 5. 2) ἄγριος ἀσπάραγος, Ἀππουλ.
Greek Monolingual
ἀκανθυλλὶς (-ίδος), η (Α)
1. η καρδερίνα
2. ο ασφάραγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. υποκοριστ. της λ. ακανθίς].