σχοινοβατία: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
mNo edit summary Tags: Mobile edit Mobile web edit |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=[[σχοινοβασία]], η / [[σχοινοβατία]], ΝΜΑ, και ιων. τ. [[σχοινοβατίη]] Α<br />η [[τέχνη]] του [[σχοινοβάτης|σχοινοβάτη]], [[ισορροπία]], [[βάδισμα]] ή και [[χορός]] [[πάνω]] σε τεντωμένο [[σχοινί]], [[ακροβασία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι σχοινοβασίες</i><br />οι σχοινοβατικές ασκήσεις<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ριψοκίνδυνη [[ενέργεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοινοβάτης]]. Ο νεοελλ. τ. [[σχοινοβασία]] μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Ελληνογαλικόν Λεξικόν</i> του Άγγ. Βλάχου]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:47, 25 February 2024
English (LSJ)
rope-dancing; v. σχοινοβατίη.
German (Pape)
[Seite 1057] ἡ, das Gehen, Tanzen auf dem Seile, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινοβατία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἡ τέχνη τοῦ σχοινοβάτου, Ἱππ. 366. 55 (ἴδε Littré 6, σ. 596)· καὶ σχοινοβατικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), Α. Β. 652.
Greek Monolingual
σχοινοβασία, η / σχοινοβατία, ΝΜΑ, και ιων. τ. σχοινοβατίη Α
η τέχνη του σχοινοβάτη, ισορροπία, βάδισμα ή και χορός πάνω σε τεντωμένο σχοινί, ακροβασία
νεοελλ.
1. στον πληθ. οι σχοινοβασίες
οι σχοινοβατικές ασκήσεις
2. μτφ. ριψοκίνδυνη ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινοβάτης. Ο νεοελλ. τ. σχοινοβασία μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].