συνελευστικός: Difference between revisions
From LSJ
(13_1) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1014.png Seite 1014]] ή, όν, zum Umgang, zur Geselligkeit geeignet, τὸ συνελευστικόν, der Gesellschaftstrieb, Plut. amator. 14. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1014.png Seite 1014]] ή, όν, zum Umgang, zur Geselligkeit geeignet, τὸ συνελευστικόν, der Gesellschaftstrieb, Plut. amator. 14. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συνελευστικός''': -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος πρὸς συνέλευσιν, πρὸς συναναστροφὴν ἢ κοινωνίαν, τὸ συνελευστικὸν Πλούτ. 2. 757C· ― ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] πρέπει πιθανῶς νὰ ἀποκατασταθῇ ἀντὶ τοῦ [[συνέλευστος]] ἐν Λεξικῷ Κυρίλλου. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:55, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A disposed for society, τὸ σ. Plu.2.757c.
German (Pape)
[Seite 1014] ή, όν, zum Umgang, zur Geselligkeit geeignet, τὸ συνελευστικόν, der Gesellschaftstrieb, Plut. amator. 14.
Greek (Liddell-Scott)
συνελευστικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος πρὸς συνέλευσιν, πρὸς συναναστροφὴν ἢ κοινωνίαν, τὸ συνελευστικὸν Πλούτ. 2. 757C· ― ὁ τύπος οὗτος πρέπει πιθανῶς νὰ ἀποκατασταθῇ ἀντὶ τοῦ συνέλευστος ἐν Λεξικῷ Κυρίλλου.