βουλευτήριον: Difference between revisions
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(13_4) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0457.png Seite 457]] τό, Rathhaus, Aesch. δικαστῶν Eum. 684; Eur. Andr. 1097; Her. 8, 148; Plat. Gorg. 452 e u. öfter, wie Folgde, z. B. Andoc. 1, 95; Plut. Thes. 24; Rathsversammlung D. Hal. 2, 12; Rathgeber Eur. Andr. 446. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0457.png Seite 457]] τό, Rathhaus, Aesch. δικαστῶν Eum. 684; Eur. Andr. 1097; Her. 8, 148; Plat. Gorg. 452 e u. öfter, wie Folgde, z. B. Andoc. 1, 95; Plut. Thes. 24; Rathsversammlung D. Hal. 2, 12; Rathgeber Eur. Andr. 446. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βουλευτήριον''': τό, = [[βουλεῖον]], [[τόπος]] ἐν ᾧ συνέρχονται οἱ βουλευταί, [[τόπος]] συνδιασκέψεως, Λατ. curia, Ἡρόδ. 1. 170, Αἰσχύλ. Εὐμ. 570, 684, Εὐρ. Ἀνδρ. 1097, Ἀνδοκ. 6. 3, Δημ., κ. ἄλλ.· ― ἡ Ρωμαϊκὴ curia, Ἡρῳδιαν. 5. 5, 12. ΙΙ. αὐτὴ ἡ [[βουλή]], τὸ σύνολον τῶν βουλευτῶν ὡς [[σωματεῖον]], Διον. Ἁλ. 2. 12· ἐπὶ προσώπων, ἀτόμων, δόλια βουλευτήρια, δόλιοι, ἄπιστοι σύμβουλοι, Εὐρ. Ἀνδρ. 446· ῥυσὰ β. Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 6. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:14, 5 August 2017
English (LSJ)
τό,
A council-chamber, seat of a βουλή, Hdt.1.170, A.Eu.570,684, E.Andr.1097, And.1.36, D.18.169, Pl.Grg.452e, Michel1203 (Iasos), etc.; = Lat. curia, Plu.Cic.31, Hdn.5.5.7. II Council, Senate, D.H.2.12; of local βουλαί, PLond. 2.408.14 (iv A. D.), etc.; of individuals, δόλια βουλευτήρια treacherous counsellor, E.Andr.446; ῥυσὰ β. Theopomp. Com. 75 (paratrag.).
German (Pape)
[Seite 457] τό, Rathhaus, Aesch. δικαστῶν Eum. 684; Eur. Andr. 1097; Her. 8, 148; Plat. Gorg. 452 e u. öfter, wie Folgde, z. B. Andoc. 1, 95; Plut. Thes. 24; Rathsversammlung D. Hal. 2, 12; Rathgeber Eur. Andr. 446.
Greek (Liddell-Scott)
βουλευτήριον: τό, = βουλεῖον, τόπος ἐν ᾧ συνέρχονται οἱ βουλευταί, τόπος συνδιασκέψεως, Λατ. curia, Ἡρόδ. 1. 170, Αἰσχύλ. Εὐμ. 570, 684, Εὐρ. Ἀνδρ. 1097, Ἀνδοκ. 6. 3, Δημ., κ. ἄλλ.· ― ἡ Ρωμαϊκὴ curia, Ἡρῳδιαν. 5. 5, 12. ΙΙ. αὐτὴ ἡ βουλή, τὸ σύνολον τῶν βουλευτῶν ὡς σωματεῖον, Διον. Ἁλ. 2. 12· ἐπὶ προσώπων, ἀτόμων, δόλια βουλευτήρια, δόλιοι, ἄπιστοι σύμβουλοι, Εὐρ. Ἀνδρ. 446· ῥυσὰ β. Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 6.