ἄατος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(13_4)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0001.png Seite 1]] (ἄω), unersättlich, πολέμοιο Hes. Th. 714, vgl. [[ἆτος]]; – [[ἄατος]] [[ὕβρις]] Ap. Rh. 1, 452, schädlich, ist wohl ἀατός zu schreiben; aber [[θάρσος]] ἄατον bei Qu. Hm. 1, 217 steht für ἄητον. Vgl. Buttm. Lexil. 1, 229 ff.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0001.png Seite 1]] (ἄω), unersättlich, πολέμοιο Hes. Th. 714, vgl. [[ἆτος]]; – [[ἄατος]] [[ὕβρις]] Ap. Rh. 1, 452, schädlich, ist wohl ἀατός zu schreiben; aber [[θάρσος]] ἄατον bei Qu. Hm. 1, 217 steht für ἄητον. Vgl. Buttm. Lexil. 1, 229 ff.
}}
{{ls
|lstext='''ἄᾰτος''': συνηρ. ἆτος, ον· (ἄω, ἆσαι) [[ἀκόρεστος]], [[μετὰ]] γεν. [[ἄατος]] πολέμοιο Ἡσ. Θεογ. 714. Ἄρης ἆτος πολέμοιο Ἰλ. Ε, 388, μάχης ἆτόν περ ἐόντα Χ, 218. Πρβλ. Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λέξ.: - ἀπολ., [[ἄατος]] [[ὕβρις]], Ἀπ. Ροδ. 1. 459. [Ἡ πρώτη συλλ. ἐν τῷ [[ἄατος]] [[εἶναι]] βραχεῖα παρ’ Ἡσυχ., ἀλλὰ μακρὰ παρ’ Ἀπ. Ροδ.]
}}
}}

Revision as of 11:40, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄᾰτος Medium diacritics: ἄατος Low diacritics: άατος Capitals: ΑΑΤΟΣ
Transliteration A: áatos Transliteration B: aatos Transliteration C: aatos Beta Code: a)/atos

English (LSJ)

contr. ἆτος, ον, (ἄω)

   A insatiate, c. gen., ἄατος πολέμοιο Hes. Th.714; Ἄρης ἆτος πολέμοιο Il.5.388; μάχης ἆτόν περ ἐόντα 22.218: abs., ἄατος ὕβρις A.R.1.459. [First syll. short in Hes., long in A.R.]
ἄᾱτος, ον,

   A = ἄητος (q.v.), Q.S.1.217.

German (Pape)

[Seite 1] (ἄω), unersättlich, πολέμοιο Hes. Th. 714, vgl. ἆτος; – ἄατος ὕβρις Ap. Rh. 1, 452, schädlich, ist wohl ἀατός zu schreiben; aber θάρσος ἄατον bei Qu. Hm. 1, 217 steht für ἄητον. Vgl. Buttm. Lexil. 1, 229 ff.

Greek (Liddell-Scott)

ἄᾰτος: συνηρ. ἆτος, ον· (ἄω, ἆσαι) ἀκόρεστος, μετὰ γεν. ἄατος πολέμοιο Ἡσ. Θεογ. 714. Ἄρης ἆτος πολέμοιο Ἰλ. Ε, 388, μάχης ἆτόν περ ἐόντα Χ, 218. Πρβλ. Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λέξ.: - ἀπολ., ἄατος ὕβρις, Ἀπ. Ροδ. 1. 459. [Ἡ πρώτη συλλ. ἐν τῷ ἄατος εἶναι βραχεῖα παρ’ Ἡσυχ., ἀλλὰ μακρὰ παρ’ Ἀπ. Ροδ.]