ὁμότονος: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(13_4) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0340.png Seite 340]] gleichgespannt; δύο δὲ θῶμεν βαρὺ καὶ ὀξὺ καὶ τρίτον ὁμότονον, Plat. Phil. 17 c; in gleicher Spannung, Stärke fortdauernd, z. B. vom Fieber, Medic.; gleichen Accent habend, Gramm. – Adv., Arist. probl. 15, 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0340.png Seite 340]] gleichgespannt; δύο δὲ θῶμεν βαρὺ καὶ ὀξὺ καὶ τρίτον ὁμότονον, Plat. Phil. 17 c; in gleicher Spannung, Stärke fortdauernd, z. B. vom Fieber, Medic.; gleichen Accent habend, Gramm. – Adv., Arist. probl. 15, 5. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὁμότονος''': -ον, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν ἔντασιν, ἴσην δύναμιν, Γαλην. 2) ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν τόνον ἐν τῇ μουσικῇ, Ἀρχ. Μουσ.· τὸ ὁμότονον, [[τόνος]] [[μέτριος]] μεταξὺ τοῦ βαρέος καὶ τοῦ ὀξέος, Πλάτ. Φίληβ. 17C. - Ἐπίρρ. -νως, ὁμοιομόρφως, ὁμοίως, Ἀριστ. Προβλ. 15. 5, 1. ΙΙ. ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν τονισμόν, Γραμμ. -Ἐπίρρ. -νως, τινὶ Στέφ. Βυζ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:52, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A having the same tension, with equal force, of fevers, Gal.10.615 ; having equal muscular power in every muscle, Philostr.Gym.36. Adv. -νως, of the pulse, Gal.9.84 ; of traction, Id.13.685. 2 having the same pitch, in Music, Nicom.Harm.11.5 ; τὰ λεγόμενα ὁ. (sc. σημεῖα) Gaud.Harm.21 : neut. sg. ὁ., τό, between βαρύ and ὀξύ, Pl.Phlb. 17c. 3 metaph., equable, τὸ ὁμαλὲς καὶ ὁ. ἐν τῇ τιμῇ τῆς φιλοσοφίας M.Ant.1.14, cf. Longin.36.4. 4 Adv. -νως uniformly, φερομένου τοῦ ἡλίου Arist.Pr.911a14. II having the same accent, A.D.Pron.75.16, al., D.H.Comp.11. Adv. -νως, τινι St.Byz.s.v. Παραισός.
German (Pape)
[Seite 340] gleichgespannt; δύο δὲ θῶμεν βαρὺ καὶ ὀξὺ καὶ τρίτον ὁμότονον, Plat. Phil. 17 c; in gleicher Spannung, Stärke fortdauernd, z. B. vom Fieber, Medic.; gleichen Accent habend, Gramm. – Adv., Arist. probl. 15, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμότονος: -ον, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν ἔντασιν, ἴσην δύναμιν, Γαλην. 2) ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν τόνον ἐν τῇ μουσικῇ, Ἀρχ. Μουσ.· τὸ ὁμότονον, τόνος μέτριος μεταξὺ τοῦ βαρέος καὶ τοῦ ὀξέος, Πλάτ. Φίληβ. 17C. - Ἐπίρρ. -νως, ὁμοιομόρφως, ὁμοίως, Ἀριστ. Προβλ. 15. 5, 1. ΙΙ. ὁ ἔχων τὸν αὐτὸν τονισμόν, Γραμμ. -Ἐπίρρ. -νως, τινὶ Στέφ. Βυζ.