ἐϋμμελίης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
(13_5)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1081.png Seite 1081]] ὁ ([[μελία]]), gen. ἐϋμμελίω u. ἐϋμμελίεω, ep. = [[εὐμελίας]], das sich nur bei Gramm. findet, mit einer (eschenen) Lanze wohl versehen, Priamus, Il. 4, 47, u. sonst Beiwort der Helden; Hes. Sc. 368; Ap. Rh. 1, 96; ἐϋμμελία Δαματρίου Ep. ad. 163 (Plan. 6).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1081.png Seite 1081]] ὁ ([[μελία]]), gen. ἐϋμμελίω u. ἐϋμμελίεω, ep. = [[εὐμελίας]], das sich nur bei Gramm. findet, mit einer (eschenen) Lanze wohl versehen, Priamus, Il. 4, 47, u. sonst Beiwort der Helden; Hes. Sc. 368; Ap. Rh. 1, 96; ἐϋμμελία Δαματρίου Ep. ad. 163 (Plan. 6).
}}
{{ls
|lstext='''ἐϋμμελίης''': ὁ, (εὖ [[μελία]]), ὡπλισμένος διὰ καλοῦ δόρατος, ἐκ μελίας, Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ Πριάμου, ἐϋμμελίω Πριάμοιο (ἀντὶ τοῦ Ἰων. ἐϋμμελίεω), «τοῦ εὖ ποτε τῇ μελίᾳ χρησαμένου, πολεμικοῦ» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 47, 165, Ζ. 449· τοῦ Εὐφόρβου, Πανθόου υἱὸς [[ἐϋμμελίης]] Ρ. 9· υἱὸν ἐϋμμελίην [[αὐτόθι]] 59· υἷες ἐϋμμελίαι [[αὐτόθι]] 23· τῶν ἡρώων, Ὀδ. Γ. 400, Ἡσίοδ., κλ.· Δωρ. γεν. ἐϋμμελία Ἀνθ. Πλαν. 1. 6.
}}
}}

Revision as of 09:55, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐϋμμελίης Medium diacritics: ἐϋμμελίης Low diacritics: εϋμμελίης Capitals: ΕΫΜΜΕΛΙΗΣ
Transliteration A: eümmelíēs Transliteration B: eummeliēs Transliteration C: eymmeliis Beta Code: e)u+mmeli/hs

English (LSJ)

ὁ, (εὖ, μελία)

   A armed with good ashen spear, ἐϋμμελίω (Ion. gen.) Πριάμοιο Il.4.47, al.; Πάνθου υἱὸς ἐϋμμελίης 17.9, cf. Od. 3.400, Hes.Sc.368, etc.: Dor.gen.ἐϋμμελία APl.1.6.

German (Pape)

[Seite 1081] ὁ (μελία), gen. ἐϋμμελίω u. ἐϋμμελίεω, ep. = εὐμελίας, das sich nur bei Gramm. findet, mit einer (eschenen) Lanze wohl versehen, Priamus, Il. 4, 47, u. sonst Beiwort der Helden; Hes. Sc. 368; Ap. Rh. 1, 96; ἐϋμμελία Δαματρίου Ep. ad. 163 (Plan. 6).

Greek (Liddell-Scott)

ἐϋμμελίης: ὁ, (εὖ μελία), ὡπλισμένος διὰ καλοῦ δόρατος, ἐκ μελίας, Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ Πριάμου, ἐϋμμελίω Πριάμοιο (ἀντὶ τοῦ Ἰων. ἐϋμμελίεω), «τοῦ εὖ ποτε τῇ μελίᾳ χρησαμένου, πολεμικοῦ» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 47, 165, Ζ. 449· τοῦ Εὐφόρβου, Πανθόου υἱὸς ἐϋμμελίης Ρ. 9· υἱὸν ἐϋμμελίην αὐτόθι 59· υἷες ἐϋμμελίαι αὐτόθι 23· τῶν ἡρώων, Ὀδ. Γ. 400, Ἡσίοδ., κλ.· Δωρ. γεν. ἐϋμμελία Ἀνθ. Πλαν. 1. 6.