ἀγαθά: Difference between revisions

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[buenas cualidades]], [[cosas buenas]], [[bienes]], [[buenas acciones]]
|esgtx=[[buenas cualidades]], [[cosas buenas]], [[bienes]], [[buenas acciones]]
}}
{{grml
|mltxt=τα (Α ἀγαθά) (ουδ. πληθ. του επιθ. [[αγαθός]] ως ουσ.)<br />[[πλούτος]], [[περιουσία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μέσα]] που θεωρούνται [[κατάλληλα]] για την [[ικανοποίηση]] τών αναγκών του ανθρώπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ψυχικές αρετές<br /><b>2.</b> πλεονεκτήματα, προτερήματα<br /><b>3.</b> ευχάριστα πράγματα.
}}
}}

Latest revision as of 08:52, 5 June 2024

Spanish

buenas cualidades, cosas buenas, bienes, buenas acciones

Greek Monolingual

τα (Α ἀγαθά) (ουδ. πληθ. του επιθ. αγαθός ως ουσ.)
πλούτος, περιουσία
νεοελλ.
μέσα που θεωρούνται κατάλληλα για την ικανοποίηση τών αναγκών του ανθρώπου
αρχ.
1. ψυχικές αρετές
2. πλεονεκτήματα, προτερήματα
3. ευχάριστα πράγματα.