προσεύχομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
(13_6a)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0763.png Seite 763]] dep. med., zu einer Gottheit beten, bitten, flehen, geloben, θεῷ, Aesch. Ag. 308, wie Eur. Andr. 1118; τοῖς ἀγάλμασιν , Hipp. 116, u. öfter; τῷ θεῷ [[προσεύχομαι]] σωτηρίαν ἡμῖν διδόναι, Plat. Critia. 106 a; προσευχώμεθα αὐτοῖν ἐκφανῆναι, Euthyd. 288 c, u. öfter; Xen. Cyr. 3, 3, 57; auch νίκην, um Sieg, Hell. 3, 2, 22; ohne einen solchen Zusatz, anbeten, verehren, Aesch. Prom. 939; Soph. Ant. 1318; Her. 1, 48; bei Ar. Plut. 958 auch τὸν θεόν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0763.png Seite 763]] dep. med., zu einer Gottheit beten, bitten, flehen, geloben, θεῷ, Aesch. Ag. 308, wie Eur. Andr. 1118; τοῖς ἀγάλμασιν , Hipp. 116, u. öfter; τῷ θεῷ [[προσεύχομαι]] σωτηρίαν ἡμῖν διδόναι, Plat. Critia. 106 a; προσευχώμεθα αὐτοῖν ἐκφανῆναι, Euthyd. 288 c, u. öfter; Xen. Cyr. 3, 3, 57; auch νίκην, um Sieg, Hell. 3, 2, 22; ohne einen solchen Zusatz, anbeten, verehren, Aesch. Prom. 939; Soph. Ant. 1318; Her. 1, 48; bei Ar. Plut. 958 auch τὸν θεόν.
}}
{{ls
|lstext='''προσεύχομαι''': μέλλ. -ξομαι· ἀποθ.˙ ― ὡς καὶ νῦν, παρακαλῶ προσευχόμενος, τῷ θεῷ Αἰσχύλ. Ἀγ. 317, Εὐρ., κτλ.˙ τῷ ἡλίῳ Πλουτ. Συμπ. 220D· πρ. τῷ θεῷ σωτηρίαν ἡμῖν διδόναι Πλάτ. Κριτί. 136 Α, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 1, 1. 2) μετ’ αἰτ., πρὸς τὸν θεόν, προσφωνῶ ἐν προσευχῇ, [[προσεύχομαι]] [[πρός]]…, Ἀριστοφ. Πλ. 958, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 887. 3) ἀποθ., [[κάμνω]] προσευχήν, [[λατρεύω]], Ἡρόδ. 1. 48, Αἰσχύλ. Πρ. 937, Σοφ. Ἀντ. 1337, κτλ. ΙΙ. πρ. τι, [[προσεύχομαι]], παρακαλῶ ὑπέρ τινος πράγματος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 22˙ μετ’ ἀπαρ., ζῆσαι προσεύχου, [[ὑπὲρ]] τῆς ζωῆς σου, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. Kaib. 1040. 11.
}}
}}

Revision as of 11:33, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεύχομαι Medium diacritics: προσεύχομαι Low diacritics: προσεύχομαι Capitals: ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΑΙ
Transliteration A: proseúchomai Transliteration B: proseuchomai Transliteration C: proseychomai Beta Code: proseu/xomai

English (LSJ)

fut.

   A -ξομαι A.Ag.317:—offer prayers or vows, θεοῖς A. l.c., cf. E.Hipp.116, al., etc.; τῷ ἡλίῳ Pl.Smp.220d; θεῷ π. σωτηρίαν ἡμῖν διδόναι Id.Criti.106a, cf. X.Cyr.2.1.1.    2 c. acc., π. τὸν θεόν address him in prayer, Ar.Pl.958, cf. E.Tr.887.    3 abs., offer prayers, worship, Hdt.1.48, A.Pr.937, S.Ant.1337, etc.; π. γλώσσῃ, πνεύματι, νοΐ, 1 Ep.Cor.14.14,15.    II c. acc. rei, pray for a thing, νίκην πολέμου X.HG3.2.22: c.inf., ἕλκειν τὸ βέδυ π. Philyll.20; ζῆσαι προσεύχου pray for life, Epigr.Gr.1040.11 (Adada): folld. by τοῦ c. inf., Ep.Jac.5.17; π. ἵνα... περί τινων ὅπως, Ev.Matt.24.20, Act.Ap. 8.15.

German (Pape)

[Seite 763] dep. med., zu einer Gottheit beten, bitten, flehen, geloben, θεῷ, Aesch. Ag. 308, wie Eur. Andr. 1118; τοῖς ἀγάλμασιν , Hipp. 116, u. öfter; τῷ θεῷ προσεύχομαι σωτηρίαν ἡμῖν διδόναι, Plat. Critia. 106 a; προσευχώμεθα αὐτοῖν ἐκφανῆναι, Euthyd. 288 c, u. öfter; Xen. Cyr. 3, 3, 57; auch νίκην, um Sieg, Hell. 3, 2, 22; ohne einen solchen Zusatz, anbeten, verehren, Aesch. Prom. 939; Soph. Ant. 1318; Her. 1, 48; bei Ar. Plut. 958 auch τὸν θεόν.

Greek (Liddell-Scott)

προσεύχομαι: μέλλ. -ξομαι· ἀποθ.˙ ― ὡς καὶ νῦν, παρακαλῶ προσευχόμενος, τῷ θεῷ Αἰσχύλ. Ἀγ. 317, Εὐρ., κτλ.˙ τῷ ἡλίῳ Πλουτ. Συμπ. 220D· πρ. τῷ θεῷ σωτηρίαν ἡμῖν διδόναι Πλάτ. Κριτί. 136 Α, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 2. 1, 1. 2) μετ’ αἰτ., πρὸς τὸν θεόν, προσφωνῶ ἐν προσευχῇ, προσεύχομαι πρός…, Ἀριστοφ. Πλ. 958, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 887. 3) ἀποθ., κάμνω προσευχήν, λατρεύω, Ἡρόδ. 1. 48, Αἰσχύλ. Πρ. 937, Σοφ. Ἀντ. 1337, κτλ. ΙΙ. πρ. τι, προσεύχομαι, παρακαλῶ ὑπέρ τινος πράγματος, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 22˙ μετ’ ἀπαρ., ζῆσαι προσεύχου, ὑπὲρ τῆς ζωῆς σου, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. Kaib. 1040. 11.