καρτέρησις: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
(13_4)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1330.png Seite 1330]] ἡ, das standhafte Aushalten, Ertragen, die Enthaltsamkeit, Hartnäckigkeit; ἡ [[ἄφρων]] [[τόλμα]] καὶ καρτ. Plat. Lach. 193 d; σιτίων τε καὶ ποτῶν καὶ χειμώνων Legg. I, 637 b; τοῦ χειμῶνος Conv. 220 a; einzeln bei Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1330.png Seite 1330]] ἡ, das standhafte Aushalten, Ertragen, die Enthaltsamkeit, Hartnäckigkeit; ἡ [[ἄφρων]] [[τόλμα]] καὶ καρτ. Plat. Lach. 193 d; σιτίων τε καὶ ποτῶν καὶ χειμώνων Legg. I, 637 b; τοῦ χειμῶνος Conv. 220 a; einzeln bei Sp.
}}
{{ls
|lstext='''καρτέρησις''': -εως, ἡ τὸ καρτερεῖν, [[καρτερία]], Πλάτ. Λάχ. 193D· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 637Β.<br />2) [[μετὰ]] γεν., τὸ ὑπομένειν τι [[μετὰ]] καρτερίας, τοῦ χειμῶνος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 220Α· τῶν ἀλγηδόνων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 633Β.
}}
}}

Revision as of 11:17, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρτέρησις Medium diacritics: καρτέρησις Low diacritics: καρτέρησις Capitals: ΚΑΡΤΕΡΗΣΙΣ
Transliteration A: kartérēsis Transliteration B: karterēsis Transliteration C: karterisis Beta Code: karte/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A bearing patiently, patience, Id.La.193d: in pl., Id.Lg.637b.    2 c. gen., patient endurance of a thing, αἱ τοῦ Χειμῶνος κ. Id.Smp.220a; αἱ κ. τῶν ἀλγηδόνων Id.Lg.633b.

German (Pape)

[Seite 1330] ἡ, das standhafte Aushalten, Ertragen, die Enthaltsamkeit, Hartnäckigkeit; ἡ ἄφρων τόλμα καὶ καρτ. Plat. Lach. 193 d; σιτίων τε καὶ ποτῶν καὶ χειμώνων Legg. I, 637 b; τοῦ χειμῶνος Conv. 220 a; einzeln bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καρτέρησις: -εως, ἡ τὸ καρτερεῖν, καρτερία, Πλάτ. Λάχ. 193D· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 637Β.
2) μετὰ γεν., τὸ ὑπομένειν τι μετὰ καρτερίας, τοῦ χειμῶνος ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 220Α· τῶν ἀλγηδόνων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 633Β.