ἑδράζω: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth

Source
(13_2)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0716.png Seite 716]] setzen, feststellen, D. Hal. C. V. p. 40 u. a. Sp.; ἑδρασθῆναι τὸ [[πλοῖον]] ἀσφαλῶς ἐπὶ τῶν φαλάγγων Callixen. bei Ath. V, 204 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0716.png Seite 716]] setzen, feststellen, D. Hal. C. V. p. 40 u. a. Sp.; ἑδρασθῆναι τὸ [[πλοῖον]] ἀσφαλῶς ἐπὶ τῶν φαλάγγων Callixen. bei Ath. V, 204 d.
}}
{{ls
|lstext='''ἑδράζω''': μέλλ. -άσω: ἀόρ. ἥδρασε Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 9· - [[καθίζω]] ἢ τοποθετῶ τι, ἐπὶ πλευρᾶς Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 6· ἄλλυδις Ἀνθ. Π. 15. 24: - Μέσ. ἢ παθ., ἐπερείδομαι, ἐφαπλοῦμαι, ἡ [[ῥίζα]] ἐν τοῖς μέρεσιν ἑδράζεται τῆς γῆς Ἀριστ. Φυτ. 2. 4, 2· ἑδρασθῆναι τὸ [[πλοῖον]] ἀσφαλῶς ἐπὶ τῶν... φαλάγγων, καθεσθῆναι, στηριχθῆναι, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 204D.
}}
}}

Revision as of 10:18, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑδράζω Medium diacritics: ἑδράζω Low diacritics: εδράζω Capitals: ΕΔΡΑΖΩ
Transliteration A: hedrázō Transliteration B: hedrazō Transliteration C: edrazo Beta Code: e(dra/zw

English (LSJ)

   A cause to sit, place, ἐπὶ πλευρᾶς D.H.Comp.6; ἄλλυδις AP15.24 (Simm.); settle, establish, Jul.Or.5.165a, Procl. Inst.64, Simp.in Ph.528.21, Sch.A.R.4.947:—Med. or Pass., to be seated or fixed, Callix.1, Haussoullier Milet p.163, Porph.Marc.19, Dam.Pr.138; ἡδρασμένος secure, θρόνος D.Chr.1.78, cf. Sor.2.22.

German (Pape)

[Seite 716] setzen, feststellen, D. Hal. C. V. p. 40 u. a. Sp.; ἑδρασθῆναι τὸ πλοῖον ἀσφαλῶς ἐπὶ τῶν φαλάγγων Callixen. bei Ath. V, 204 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἑδράζω: μέλλ. -άσω: ἀόρ. ἥδρασε Χρησμ. Σιβυλλ. 1. 9· - καθίζω ἢ τοποθετῶ τι, ἐπὶ πλευρᾶς Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 6· ἄλλυδις Ἀνθ. Π. 15. 24: - Μέσ. ἢ παθ., ἐπερείδομαι, ἐφαπλοῦμαι, ἡ ῥίζα ἐν τοῖς μέρεσιν ἑδράζεται τῆς γῆς Ἀριστ. Φυτ. 2. 4, 2· ἑδρασθῆναι τὸ πλοῖον ἀσφαλῶς ἐπὶ τῶν... φαλάγγων, καθεσθῆναι, στηριχθῆναι, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 204D.