ἀμοργός: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(c2) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0128.png Seite 128]] ([[ἀμέργω]]), auspressend, πόλεως, vom Demagogen, Cratin. bei Suid., der [[ὄλεθρος]] erkl. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0128.png Seite 128]] ([[ἀμέργω]]), auspressend, πόλεως, vom Demagogen, Cratin. bei Suid., der [[ὄλεθρος]] erkl. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀμοργός''': ὁ ([[ἀμέργω]]) ὁ συνθλίβων ἢ ἀποστραγγίζων ἢ ἐκμυζῶν τι, ἀμοργοί, πόλεως ὄλεθροι Κρατῖνος ἐν «Σεριφίοις» 13, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke. ΙΙ. παρ’ Ἐμπεδ. 222, ἔχομεν ἀνέμων λαμπτῆρας ἀμοργούς, λαμπτῆρας προφυλάττοντας [τὸ φῶς] ἀπὸ τῶν ἀνέμων· ἴδε Μουλλάχιον ἐν τόπῳ. Πολλὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἀμουργούς. Περὶ τοῦ ἐν «Μαλθακοῖς» 4 Κρατίνου «ἀμοργὸν [[ἔνδον]] ...» ἴδε ἐπὶ πᾶσι Meineke. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:34, 5 August 2017
English (LSJ)
(A), ὁ, (ἀμέργω)
A one who squeezes or drains, ἀμοργοί, πόλεως ὄλεθροι Cratin.214. 2 ἀνέμων λαμπτῆρας ἀμοργούς lanterns which protect [the light] from winds, F.mp.84. II proparox. ἄμοργος (v.l. ἄμεργος), = ἀμόργη, Ph.Bel.86.34, al.
ἀμοργός (B), ὁ,
A = ἀμοργίς, Cratin.96, cf. Paus.Gr.Fr.47, Harp.
German (Pape)
[Seite 128] (ἀμέργω), auspressend, πόλεως, vom Demagogen, Cratin. bei Suid., der ὄλεθρος erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμοργός: ὁ (ἀμέργω) ὁ συνθλίβων ἢ ἀποστραγγίζων ἢ ἐκμυζῶν τι, ἀμοργοί, πόλεως ὄλεθροι Κρατῖνος ἐν «Σεριφίοις» 13, ἔνθα ἴδε Meineke. ΙΙ. παρ’ Ἐμπεδ. 222, ἔχομεν ἀνέμων λαμπτῆρας ἀμοργούς, λαμπτῆρας προφυλάττοντας [τὸ φῶς] ἀπὸ τῶν ἀνέμων· ἴδε Μουλλάχιον ἐν τόπῳ. Πολλὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἀμουργούς. Περὶ τοῦ ἐν «Μαλθακοῖς» 4 Κρατίνου «ἀμοργὸν ἔνδον ...» ἴδε ἐπὶ πᾶσι Meineke.