λειπανδρέω: Difference between revisions
From LSJ
(c2) |
(6_23) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0024.png Seite 24]] von Männern verlassen sein, Mangel an Männern haben, Strab. 6, 3, 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0024.png Seite 24]] von Männern verlassen sein, Mangel an Männern haben, Strab. 6, 3, 3. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λειπανδρέω''': καὶ ἕτερα σύνθετα ἀρχόμενα ἀπὸ τοῦ λειπ-, λειπο-, ἢ λειφ- ἐκ τοῦ [[λείπω]], διορθωτέα ἅπαντα παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. λῐπ- πρὸ φωνήεντος ψιλουμένου, λιφπρὸ φωνήεντος διασυνομένου, λιπο- πρὸ συμφώνου, ὡς ἀποδεικνύει ἡ ἀνεξαίρετος [[χρῆσις]] τῶν ποιητῶν, ἴδε Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 239, Δινδόρφ. ἐν τῷ Θησαυρῷ τοῦ Ἑρ. Στεφ. Ὅθεν βλέπε [[λιπανδρέω]], [[λιπομαρτυρίου]], [[λιποστρατία]], [[λιποταξία]], λιποψυχέῳ, [[λίφαιμος]], κτλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 5 August 2017
German (Pape)
[Seite 24] von Männern verlassen sein, Mangel an Männern haben, Strab. 6, 3, 3.
Greek (Liddell-Scott)
λειπανδρέω: καὶ ἕτερα σύνθετα ἀρχόμενα ἀπὸ τοῦ λειπ-, λειπο-, ἢ λειφ- ἐκ τοῦ λείπω, διορθωτέα ἅπαντα παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. λῐπ- πρὸ φωνήεντος ψιλουμένου, λιφπρὸ φωνήεντος διασυνομένου, λιπο- πρὸ συμφώνου, ὡς ἀποδεικνύει ἡ ἀνεξαίρετος χρῆσις τῶν ποιητῶν, ἴδε Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 239, Δινδόρφ. ἐν τῷ Θησαυρῷ τοῦ Ἑρ. Στεφ. Ὅθεν βλέπε λιπανδρέω, λιπομαρτυρίου, λιποστρατία, λιποταξία, λιποψυχέῳ, λίφαιμος, κτλ.