θεμελιόω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(13_2)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1193.png Seite 1193]] den Grund legen, gründen, N. T. LXX.; [[καλῶς]] θεμελιωθεῖσα [[βασιλεία]] D. Sic. 11, 68, vgl. 15, 1; τεθεμελίωτο ἐπὶ τὴν πέτραν Matth. 7, 25.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1193.png Seite 1193]] den Grund legen, gründen, N. T. LXX.; [[καλῶς]] θεμελιωθεῖσα [[βασιλεία]] D. Sic. 11, 68, vgl. 15, 1; τεθεμελίωτο ἐπὶ τὴν πέτραν Matth. 7, 25.
}}
{{ls
|lstext='''θεμελιόω''': βάλλω τὰ θεμέλια, θεμελιώνω, πύργους… φοίνιξι θεμελιώσας Ξεν. Κύρ. 7. 5, 11, πρβλ. Ἐπιστ. π. Ἑβρ. 1. 10, κλ. - Παθ., τίθενται τὰ θεμέλιά μου Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 25, Ἐπιγραφ. παρὰ τῷ Keil σ. 196· μεταφ., βασιλεία [[καλῶς]] θεμελιωθεῖσα Διόδ. 11. 68· [[ἡγεμονία]] κάλλιστα τεθεμελιωμένη, ὁ αὐτ. 15. 1· ἐν ἀγάπῃ τεθ. Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β΄, 18· τῇ πίστει Κολοσσ. α΄, 23. ΙΙ. [[ἀνατρέπω]] ἄρδην, «θεμελιωθέντα· ἐκ ῥιζῶν ἀρθέντα» Ἡσύχ.
}}
}}

Revision as of 09:12, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεμελῐόω Medium diacritics: θεμελιόω Low diacritics: θεμελιόω Capitals: ΘΕΜΕΛΙΟΩ
Transliteration A: themelióō Transliteration B: themelioō Transliteration C: themelioo Beta Code: qemelio/w

English (LSJ)

   A to lay the foundation of, found firmly, πύργους . . φοίνιξι θεμελιώσας X.Cyr.7.5.11, cf. IG12(2).11.26 (Mytil.), LXXJo.6.25 (26), Ep.Hebr.1.10, etc.:—Pass., have the foundations laid, IG22.1343.15 (i B.C.); ἐπὶ τὴν πέτραν Ev.Matt.7.25: metaph., βασιλεία καλῶς θεμελιωθεῖσα D.S.11.68; ἡγεμονία κάλλιστα τεθεμελιωμένη Id.15.1; ἐν ἀγάπῃ τεθ. Ep.Eph.3.18; τῇ πίστει Ep.Col.1.23.    II destroy utterly, in Pass., -ωθέντα (θεμειλωθ- cod.)· ἐκ ῥιζῶν ἀρθέντα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1193] den Grund legen, gründen, N. T. LXX.; καλῶς θεμελιωθεῖσα βασιλεία D. Sic. 11, 68, vgl. 15, 1; τεθεμελίωτο ἐπὶ τὴν πέτραν Matth. 7, 25.

Greek (Liddell-Scott)

θεμελιόω: βάλλω τὰ θεμέλια, θεμελιώνω, πύργους… φοίνιξι θεμελιώσας Ξεν. Κύρ. 7. 5, 11, πρβλ. Ἐπιστ. π. Ἑβρ. 1. 10, κλ. - Παθ., τίθενται τὰ θεμέλιά μου Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 25, Ἐπιγραφ. παρὰ τῷ Keil σ. 196· μεταφ., βασιλεία καλῶς θεμελιωθεῖσα Διόδ. 11. 68· ἡγεμονία κάλλιστα τεθεμελιωμένη, ὁ αὐτ. 15. 1· ἐν ἀγάπῃ τεθ. Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β΄, 18· τῇ πίστει Κολοσσ. α΄, 23. ΙΙ. ἀνατρέπω ἄρδην, «θεμελιωθέντα· ἐκ ῥιζῶν ἀρθέντα» Ἡσύχ.