πολυδιοίκητος: Difference between revisions

From LSJ

Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning

Source
m (Text replacement - "Secund. ''Sent.''" to "Secund.''Sent.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polydioikitos
|Transliteration C=polydioikitos
|Beta Code=poludioi/khtos
|Beta Code=poludioi/khtos
|Definition=πολυδιοίκητον, [[widely distributed]], [[all-pervading]], πνεῦμα [[Secundus|Secund.]]''[[Sententiae|Sent.]]'' 3.
|Definition=πολυδιοίκητον, [[widely distributed]], [[all-pervading]], πολυδιοίκητον πνεῦμα [[Secundus|Secund.]]''[[Sententiae|Sent.]]'' 3.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυδιοίκητος''': -ον, ὁ πολὺ διῃρημένος, [[πνεῦμα]] Σεκούνδου Γνωμ. 1.
|lstext='''πολυδιοίκητος''': -ον, ὁ πολὺ διῃρημένος, πολυδιοίκητον [[πνεῦμα]] Σεκούνδου Γνωμ. 1.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που διαχέεται και διεισδύει [[παντού]] («πολυδιοίκητον πνεῦμα», Σεκούνδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>διοίκητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>διοικῶ</i>), [[πρβλ]]. [[ευδιοίκητος]]].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που διαχέεται και διεισδύει [[παντού]] («πολυδιοίκητον πνεῦμα», Σεκούνδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>διοίκητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>διοικῶ</i>), [[πρβλ]]. [[ευδιοίκητος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:50, 7 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυδιοίκητος Medium diacritics: πολυδιοίκητος Low diacritics: πολυδιοίκητος Capitals: ΠΟΛΥΔΙΟΙΚΗΤΟΣ
Transliteration A: polydioíkētos Transliteration B: polydioikētos Transliteration C: polydioikitos Beta Code: poludioi/khtos

English (LSJ)

πολυδιοίκητον, widely distributed, all-pervading, πολυδιοίκητον πνεῦμα Secund.Sent. 3.

Greek (Liddell-Scott)

πολυδιοίκητος: -ον, ὁ πολὺ διῃρημένος, πολυδιοίκητον πνεῦμα Σεκούνδου Γνωμ. 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που διαχέεται και διεισδύει παντού («πολυδιοίκητον πνεῦμα», Σεκούνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -διοίκητος (< διοικῶ), πρβλ. ευδιοίκητος].