ἀπρόβουλος: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(13_3) |
(6_16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0338.png Seite 338]] = [[ἀπροβούλευτος]]. – Adv., Aesch. Ch. 611 u. Sp., wie Dio Chrys. II, 293 ἀπροβούλως εἰσέφερον τὰ ψηφίσματα, wo Vales. ἀπροβούλευτα emendirt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0338.png Seite 338]] = [[ἀπροβούλευτος]]. – Adv., Aesch. Ch. 611 u. Sp., wie Dio Chrys. II, 293 ἀπροβούλως εἰσέφερον τὰ ψηφίσματα, wo Vales. ἀπροβούλευτα emendirt. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπρόβουλος''': -ον, = [[ἀπροβούλευτος]]: - Ἐπίρρ. -λως, ἀπερισκέπτως, Αἰσχύλ. Χο. 620. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:24, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A = ἀπροβούλευτος, only in Adv. -λως rashly, A.Ch.620 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 338] = ἀπροβούλευτος. – Adv., Aesch. Ch. 611 u. Sp., wie Dio Chrys. II, 293 ἀπροβούλως εἰσέφερον τὰ ψηφίσματα, wo Vales. ἀπροβούλευτα emendirt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόβουλος: -ον, = ἀπροβούλευτος: - Ἐπίρρ. -λως, ἀπερισκέπτως, Αἰσχύλ. Χο. 620.