ἀντιλάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
(c1)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0254.png Seite 254]] = ἀντιλαμβάνομαι, Eur. I. A. 1227; ἀντιλάζου Or. 446.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0254.png Seite 254]] = ἀντιλαμβάνομαι, Eur. I. A. 1227; ἀντιλάζου Or. 446.
}}
{{ls
|lstext='''ἀντιλάζομαι''': υμαι, ποιητ. ἀντὶ ἀντιλαμβάνομαι, [[μετὰ]] γεν., περὶ σὸν ἐξαρτωμένης [[γένειον]], οὗ νῦν ἀντιλάζυμαι χερί, «πιάνω μὲ τὸ χέρι μου», Εὐρ. Ι. Α. 1227· [[συμμετέχω]], ἀλλ’ ἀντιλάζου καὶ πόνων ἐν τῷ μέρει ὁ αὐτ. Ὀρ. 452, κτλ. 2) μετ’ αἰτ., [[λαμβάνω]] ὡς ἀμοιβὴν ἀντὶ τοῦ διδομένου ὑπ’ ἐμοῦ, κάλλιστον ἔρανον· δοὺς γὰρ ἀντιλάζυται παίδων παρ’ [[αὐτοῦ]] τοιάδ’ ἅν τοκεῦσι δῷ Εὐρ. Ἱκ. 363. Πρβλ. [[λάζομαι]].
}}
}}

Revision as of 11:40, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιλάζομαι Medium diacritics: ἀντιλάζομαι Low diacritics: αντιλάζομαι Capitals: ΑΝΤΙΛΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: antilázomai Transliteration B: antilazomai Transliteration C: antilazomai Beta Code: a)ntila/zomai

English (LSJ)

or ἀντιλᾰβ-ῠμαι, poet. and Dor. Prose for ἀντιλαμβάνομαι,

   A take hold of, hold by, c. gen., E.IA1227; πραγμάτων Theag. ap. Stob. 3.1.67, cf. Archyt.ib.117; take a share of, partake in, πόνων E.Or. 452, etc.    2 c. acc., to receive in turn, to be repaid, ἀντιλάζνται . . τοιάδ' ἃν τοκεῦσι δῷ Id.Supp.363. (-λάζυμαι l.c., Or.753, IA1109; -λάζομαι ib.1227, Or.452 (-λάζον); both forms in codd. Med.1216)

German (Pape)

[Seite 254] = ἀντιλαμβάνομαι, Eur. I. A. 1227; ἀντιλάζου Or. 446.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιλάζομαι: υμαι, ποιητ. ἀντὶ ἀντιλαμβάνομαι, μετὰ γεν., περὶ σὸν ἐξαρτωμένης γένειον, οὗ νῦν ἀντιλάζυμαι χερί, «πιάνω μὲ τὸ χέρι μου», Εὐρ. Ι. Α. 1227· συμμετέχω, ἀλλ’ ἀντιλάζου καὶ πόνων ἐν τῷ μέρει ὁ αὐτ. Ὀρ. 452, κτλ. 2) μετ’ αἰτ., λαμβάνω ὡς ἀμοιβὴν ἀντὶ τοῦ διδομένου ὑπ’ ἐμοῦ, κάλλιστον ἔρανον· δοὺς γὰρ ἀντιλάζυται παίδων παρ’ αὐτοῦ τοιάδ’ ἅν τοκεῦσι δῷ Εὐρ. Ἱκ. 363. Πρβλ. λάζομαι.