αγιαστούρα: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 7: Line 7:
{{trml
{{trml
|trtx====[[aspergillum]]===
|trtx====[[aspergillum]]===
Afrikaans: wykwas; Armenian: ցողիչ; Old Armenian: մշտիկ; Czech: kropáč, kropěnka; Finnish: vihmin; French: [[goupillon]]; German: [[Aspergill]], [[Weihwassersprengel]], [[Sprengel]], [[Weihwasserwedel]], [[Sprengwedel]], [[Weihwedel]]; Greek: [[αγιαστούρα]]; Ancient Greek: [[περιρραντήριον]]; Icelandic: kvöstur, stökkull; Irish: aisréad; Old Irish: esríat; Latin: [[aspergillum]]; Polish: kropidło; Portuguese: [[aspersório]], hissope; Russian: [[кропило]]; Spanish: [[hisopo]], [[aspersorio]]
Afrikaans: wykwas; Armenian: ցողիչ; Old Armenian: մշտիկ; Catalan: aspersori; Czech: kropáč, kropěnka; Dutch: [[wijwaterkwast]]; English: [[aspersorium]], [[aspergil]], [[aspergillum]]; Finnish: vihmin; French: [[goupillon]]; German: [[Aspergill]], [[Weihwassersprengel]], [[Sprengel]], [[Weihwasserwedel]], [[Sprengwedel]], [[Weihwedel]]; Greek: [[αγιαστήρα]], [[αγιαστούρα]]; Ancient Greek: [[ἀπορραντήριον]], [[περιρραντήριον]]; Icelandic: kvöstur, stökkull; Irish: aisréad; Old Irish: esríat; Italian: [[aspersorio]]; Latin: [[aspergillum]]; Normand: évipilloun; Norwegian: aspergil; Polish: kropidło; Portuguese: [[hissope]], [[aspersório]], hissope; Russian: [[кропило]]; Sicilien: aspersòriu; Slovak: kropenička; Slovenian: aspergil; Spanish: [[hisopo]], [[aspersorio]]; Wallon: boubou
}}
}}

Revision as of 10:43, 19 November 2024

Greek Monolingual

και αγιαστήρα, η
1. το σκεύος (συνήθως ορειχάλκινο), που περιέχει αγιασμένο νερό, με το οποίο ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς
2. κλωνάρι βασιλικού, που χρησιμοποιεί ο ιερέας για να ραντίσει με αγιασμό τους πιστούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ἁγιαστούριν < μτγν. ἁγιαστήριον.

Wikipedia EL

Αγιαστούρα ή αγιαστήρα ή ραντιστήρι ονομάζεται η δέσμη βασιλικού που μαζί με τον σταυρό χρησιμοποιεί ο ιερέας για να ραντίζει τους πιστούς με τον αγιασμό. Επίσης ονομάζεται το δοχείο όπου τοποθετείται ο αγιασμός, και το μυροδοχείο σε σχήμα αχλαδιού με ψηλό λαιμό, με το οποίο γίνεται το ράντισμα. Επίσης λέγεται και ράντιστρο ή ραντιστήρι διότι με αυτό ραντίζει ο ιερέας τους πιστούς. Το αντίστοιχο σκεύος στην Καθολική Εκκλησία λέγεται aspergillum.

Translations

aspergillum

Afrikaans: wykwas; Armenian: ցողիչ; Old Armenian: մշտիկ; Catalan: aspersori; Czech: kropáč, kropěnka; Dutch: wijwaterkwast; English: aspersorium, aspergil, aspergillum; Finnish: vihmin; French: goupillon; German: Aspergill, Weihwassersprengel, Sprengel, Weihwasserwedel, Sprengwedel, Weihwedel; Greek: αγιαστήρα, αγιαστούρα; Ancient Greek: ἀπορραντήριον, περιρραντήριον; Icelandic: kvöstur, stökkull; Irish: aisréad; Old Irish: esríat; Italian: aspersorio; Latin: aspergillum; Normand: évipilloun; Norwegian: aspergil; Polish: kropidło; Portuguese: hissope, aspersório, hissope; Russian: кропило; Sicilien: aspersòriu; Slovak: kropenička; Slovenian: aspergil; Spanish: hisopo, aspersorio; Wallon: boubou