σκόρδον: Difference between revisions
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
(c1) |
(6_22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0904.png Seite 904]] τό, verkürzt statt [[σκόροδον]], D. L. 6, 85. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0904.png Seite 904]] τό, verkürzt statt [[σκόροδον]], D. L. 6, 85. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σκόρδον''': τό, μεταγενέστ. [[τύπος]] ἀντὶ [[σκόροδον]], «[[σκόρδον]]», [[συχν]]. ἐν τῷ Γεωπ., κλπ.· καὶ ἐν χρήσει [[χάριν]] τοῦ μέτρου παρὰ τῷ Κράτ. ἐν Διογ.Λ. 6. 85· - ὑποκορ. σκορδόνιον, τό, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 112. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:43, 5 August 2017
English (LSJ)
τό,
A = σκόροδον, Crates Theb.4.5 D., IG22.1184.15 (iv B.C.), PSI4.332.6 (iii B.C.), PTeb.717.5 (ii B.C.), LXX Nu.11.5, Phld.Po.2.52, Dsc.2.152, IG3.73.10, Edict.Diocl.6.23, Gp.12.8.8, etc.: prov., μὴ σκόρδου (sc. φάγω) 'anything for a quiet life', prob. in Cic.Att.13.42.3; cf. σκόροδον: codd. of Thphr. have both σκόρδον (HP1.10.7, al.) and σκόροδον (1.6.9, al., Od.63):—Dim. σκορδόνιον, τό, Dsc.Eup.2.119; σκορδ-σνίαν καλοῦσιν οἱ Ῥωμαῖοι Orib. ap. Aët.11.10 (s.v.l.). II ἡ ἀνθρωπίνη κόπρος ἐστὶν τὸ λεγόμενον σκόρδον PHolm.9.26.
German (Pape)
[Seite 904] τό, verkürzt statt σκόροδον, D. L. 6, 85.
Greek (Liddell-Scott)
σκόρδον: τό, μεταγενέστ. τύπος ἀντὶ σκόροδον, «σκόρδον», συχν. ἐν τῷ Γεωπ., κλπ.· καὶ ἐν χρήσει χάριν τοῦ μέτρου παρὰ τῷ Κράτ. ἐν Διογ.Λ. 6. 85· - ὑποκορ. σκορδόνιον, τό, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 112.