ὀρίνδης: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(c2) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0378.png Seite 378]] [[ἄρτος]], ὁ, aus [[ὄρινδα]] od. [[ὄρυζα]] bereitetes Brot, Soph. frg. 532 bei Ath. III, 110 e. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0378.png Seite 378]] [[ἄρτος]], ὁ, aus [[ὄρινδα]] od. [[ὄρυζα]] bereitetes Brot, Soph. frg. 532 bei Ath. III, 110 e. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀρίνδης''': ἄρτος, ὁ, ἄρτος παρεσκευασμένος ἐξ ὀρύζης, Σοφ. Ἀποσπ. 532 («ὀρίνδου δ’ ἄρτου μέμνηται Σοφοκλῆς ἐν «Τριπτολέμῳ», [[ἤτοι]] τοῦ ἐξ’ ὀρύζης γινομένου, ἢ ἀπὸ τοῦ ἐν Αἰθιοπίᾳ γινομένου σπέρματος, ὅ ἐστιν ὅμοιον σησάμῳ» Ἀθήν. 110Ε)· - ὁ αὐτὸς [[τύπος]] παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 73 ([[ὅστις]] ἔχει καὶ [[ὀρίνδιον]] [[σπέρμα]]), καὶ παρ’ Ἡσυχ.· ὁ δὲ [[τύπος]] [[ὀρίνδα]] ἐν Α. Β. 54 [[εἶναι]] [[ἴσως]] ἐκ παραφθορᾶς. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:54, 5 August 2017
English (LSJ)
ἄρτος, ὁ,
A bread made of ὄρυζα, S.Fr.609 (ap.Ath.3.110e), Poll.6.73 (who also has ὀρίνδιον σπέρμα), Hsch. ; ὀρίνδα in Phryn. PSp.93 B. is perh. corrupt. (Loan-word, cf. Mod.Pers. birin[jcaron], gurin[jcaron], Afghan vrižē, Skt. vrīhi 'rice': ὄρυζα comes from the same source.)
German (Pape)
[Seite 378] ἄρτος, ὁ, aus ὄρινδα od. ὄρυζα bereitetes Brot, Soph. frg. 532 bei Ath. III, 110 e.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρίνδης: ἄρτος, ὁ, ἄρτος παρεσκευασμένος ἐξ ὀρύζης, Σοφ. Ἀποσπ. 532 («ὀρίνδου δ’ ἄρτου μέμνηται Σοφοκλῆς ἐν «Τριπτολέμῳ», ἤτοι τοῦ ἐξ’ ὀρύζης γινομένου, ἢ ἀπὸ τοῦ ἐν Αἰθιοπίᾳ γινομένου σπέρματος, ὅ ἐστιν ὅμοιον σησάμῳ» Ἀθήν. 110Ε)· - ὁ αὐτὸς τύπος παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 73 (ὅστις ἔχει καὶ ὀρίνδιον σπέρμα), καὶ παρ’ Ἡσυχ.· ὁ δὲ τύπος ὀρίνδα ἐν Α. Β. 54 εἶναι ἴσως ἐκ παραφθορᾶς.