ἐπιξηραίνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(c1)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0967.png Seite 967]] auf der Oberfläche trocknen, Hippocr., Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0967.png Seite 967]] auf der Oberfläche trocknen, Hippocr., Theophr.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπιξηραίνω''': [[ξηραίνω]] κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν Ἱππ. π. Ἀγμ. 774. Παθ., ξηραίνομαι κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, ὁ αὐτ. 89D, κτλ.· ἔχω [[διάλειμμα]] ξηρασίας, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 388. 36. 2) βάλλω τι [[ἐπάνω]] εἴς τι νὰ ξηρανθῇ, «[[ξύλον]] εἰς ὃ οἱ ἀρτοκόποι τοὺς ἄρτους ἐπιξηραίνουσιν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1038.
}}
}}

Revision as of 10:35, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιξηραίνω Medium diacritics: ἐπιξηραίνω Low diacritics: επιξηραίνω Capitals: ΕΠΙΞΗΡΑΙΝΩ
Transliteration A: epixēraínō Transliteration B: epixērainō Transliteration C: epiksiraino Beta Code: e)pichrai/nw

English (LSJ)

   A dry on the surface, Hp.Fract.33, Arist.Pr.928a9:— Pass., to be so dried, Hp.Prorrh.2.6; have an interval of dryness, Id.Acut.28: generally, to be dried up, Ruf.Ren.Ves.6.5; to be constipated, Aret.CA1.1.

German (Pape)

[Seite 967] auf der Oberfläche trocknen, Hippocr., Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιξηραίνω: ξηραίνω κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν Ἱππ. π. Ἀγμ. 774. Παθ., ξηραίνομαι κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, ὁ αὐτ. 89D, κτλ.· ἔχω διάλειμμα ξηρασίας, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 388. 36. 2) βάλλω τι ἐπάνω εἴς τι νὰ ξηρανθῇ, «ξύλον εἰς ὃ οἱ ἀρτοκόποι τοὺς ἄρτους ἐπιξηραίνουσιν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1038.