ἐπιξηραίνω
From LSJ
English (LSJ)
dry on the surface, Hp.Fract.33, Arist.Pr.928a9:—Pass., to be so dried, Hp.Prorrh.2.6; have an interval of dryness, Id.Acut.28: generally, to be dried up, Ruf.Ren.Ves.6.5; to be constipated, Aret.CA1.1.
German (Pape)
[Seite 967] auf der Oberfläche trocknen, Hippocr., Theophr.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιξηραίνω: высыхать, сохнуть Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιξηραίνω: ξηραίνω κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν Ἱππ. π. Ἀγμ. 774. Παθ., ξηραίνομαι κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, ὁ αὐτ. 89D, κτλ.· ἔχω διάλειμμα ξηρασίας, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 388. 36. 2) βάλλω τι ἐπάνω εἴς τι νὰ ξηρανθῇ, «ξύλον εἰς ὃ οἱ ἀρτοκόποι τοὺς ἄρτους ἐπιξηραίνουσιν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 1038.
Greek Monolingual
(Α ἐπιξηραίνω)
ξηραίνω κάτι στην επιφάνεια
αρχ.
1. ξεραίνομαι κατά διαλείμματα
2. γίνομαι αποξηραντής
3. συμπυκνώνομαι.