πορθμεῖον: Difference between revisions
Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖ → Modestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt
(13_5) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0683.png Seite 683]] τό, ion. [[πορθμήϊον]], Ort zum Uebersetzen; Κιμμέρια, Her. 4, 12. 45, Eigenname geworden. – Schiff zum Uebersetzen, Frachtschiff, Fähre, Her. 7, 25 Xen. Hell. 5, 1, 23 Poll. 3, 42, 3 u. öfter, wie Strab., Plut. u. oft bei Luc. – Auch = Fährgeld, Luc. D. Mort. 22, 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0683.png Seite 683]] τό, ion. [[πορθμήϊον]], Ort zum Uebersetzen; Κιμμέρια, Her. 4, 12. 45, Eigenname geworden. – Schiff zum Uebersetzen, Frachtschiff, Fähre, Her. 7, 25 Xen. Hell. 5, 1, 23 Poll. 3, 42, 3 u. öfter, wie Strab., Plut. u. oft bei Luc. – Auch = Fährgeld, Luc. D. Mort. 22, 1. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πορθμεῖον''': Ἰων. -ήιον, τό, [[τόπος]] πρὸς διαπόρθμευσιν, [[πέραμα]], [[πόρος]], πορθμήια Κιμμερικὰ ([[ἔνθα]] κεῖται ὡς κύρ. [[ὄνομα]]) Ἡρόδ. 4. 12, 45. ΙΙ. [[λέμβος]] πρὸς διαπόρθμευσιν, «[[πέραμα]]», ὁ αὐτ. 7. 25, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 23· τοὺς γλιχομένους δὲ ζῆν… ἄκοντας ὁ Χάρων ἐπὶ τὸ προθμεῖον ἄγει Ἀντιφάν. ἐν «Διπλασίοις» 2. ΙΙΙ. ὁ [[ναῦλος]] τῆς διαπορθμεύσεως, Καλλ. Ἀποσπ. 110, Δουκ. Νεκρ. Διάλ. 22. 1. ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκι ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 582. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:44, 5 August 2017
English (LSJ)
Ion. πορθμ-ήϊον, τό,
A place for crossing, passage, ferry, πορθμήϊα Κιμμέρια (where it is pr.n.) Hdt.4.12,45. II passage-boat, ferry-boat, Id.7.25, X.HG5.1.23, Antiph.86.4, Luc.DMort.10.1; πορθμείων ὅρμου ὅρος IG12.890. III ferryman's fee, Call.Fr.110, Luc.DMort.22.1 (pl.); τὸ εἰς Ῥήνειαν π. Inscr.Delos 442A153(ii B.C.). IV landing-place, Wilcken Chr.392.10(ii A.D.), etc. [This word and its cognates are sts. written προθ-in Pap., e.g.POxy.1421.6(iii A.D.).]
German (Pape)
[Seite 683] τό, ion. πορθμήϊον, Ort zum Uebersetzen; Κιμμέρια, Her. 4, 12. 45, Eigenname geworden. – Schiff zum Uebersetzen, Frachtschiff, Fähre, Her. 7, 25 Xen. Hell. 5, 1, 23 Poll. 3, 42, 3 u. öfter, wie Strab., Plut. u. oft bei Luc. – Auch = Fährgeld, Luc. D. Mort. 22, 1.
Greek (Liddell-Scott)
πορθμεῖον: Ἰων. -ήιον, τό, τόπος πρὸς διαπόρθμευσιν, πέραμα, πόρος, πορθμήια Κιμμερικὰ (ἔνθα κεῖται ὡς κύρ. ὄνομα) Ἡρόδ. 4. 12, 45. ΙΙ. λέμβος πρὸς διαπόρθμευσιν, «πέραμα», ὁ αὐτ. 7. 25, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 23· τοὺς γλιχομένους δὲ ζῆν… ἄκοντας ὁ Χάρων ἐπὶ τὸ προθμεῖον ἄγει Ἀντιφάν. ἐν «Διπλασίοις» 2. ΙΙΙ. ὁ ναῦλος τῆς διαπορθμεύσεως, Καλλ. Ἀποσπ. 110, Δουκ. Νεκρ. Διάλ. 22. 1. ― Ἴδε Γ. Χατζιδάκι ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 582.