ἑνίγυιος: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(c2)
(6_16)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0844.png Seite 844]] auf einem Fuße lahm, Suid. Auch = [[συμφυής]], Ibyc. 15 bei Ath. II, 58 a, em. für ἑνίγυος.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0844.png Seite 844]] auf einem Fuße lahm, Suid. Auch = [[συμφυής]], Ibyc. 15 bei Ath. II, 58 a, em. für ἑνίγυος.
}}
{{ls
|lstext='''ἑνίγυιος''': -ον, εἰς ἓν [[σῶμα]] ἡνωμένος, ἑνιγυίους συμπεφυκότας ἀλλήλοις καὶ ἓν ἐκ τούτου [[σῶμα]] ἔχοντας, Ἴβυκος παρ’ Ἀθην. 58Α ([[ἔνθα]] τὰ ἀντίγραφα ἔχουσιν ἐνιγύους). ΙΙ. χωλὸς τὸν ἕνα [[πόδα]], «[[ἑνίγυιος]], ὁ ἓν [[μέλος]] ἔχων, ὁ [[κυλλός]]» Σουΐδ, ἴδε [[κυλλός]].- Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 59.
}}
}}

Revision as of 11:37, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑνίγυιος Medium diacritics: ἑνίγυιος Low diacritics: ενίγυιος Capitals: ΕΝΙΓΥΙΟΣ
Transliteration A: henígyios Transliteration B: heniguios Transliteration C: enigyios Beta Code: e(ni/guios

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A joined in one body, Ibyc.16.3.    II lame of one foot, Suid. (ἑνίγυος codd.).

German (Pape)

[Seite 844] auf einem Fuße lahm, Suid. Auch = συμφυής, Ibyc. 15 bei Ath. II, 58 a, em. für ἑνίγυος.

Greek (Liddell-Scott)

ἑνίγυιος: -ον, εἰς ἓν σῶμα ἡνωμένος, ἑνιγυίους συμπεφυκότας ἀλλήλοις καὶ ἓν ἐκ τούτου σῶμα ἔχοντας, Ἴβυκος παρ’ Ἀθην. 58Α (ἔνθα τὰ ἀντίγραφα ἔχουσιν ἐνιγύους). ΙΙ. χωλὸς τὸν ἕνα πόδα, «ἑνίγυιος, ὁ ἓν μέλος ἔχων, ὁ κυλλός» Σουΐδ, ἴδε κυλλός.- Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 59.