ἀστατέω: Difference between revisions
From LSJ
(c2) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0374.png Seite 374]] unstät sein, schwanken, ἀστατοῦσα πόλου [[φορά]] Theo. Al. 4 (App. 39). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0374.png Seite 374]] unstät sein, schwanken, ἀστατοῦσα πόλου [[φορά]] Theo. Al. 4 (App. 39). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀστᾰτέω''': εἶμαι ἄστατος, [[οὐδέποτε]] [[ἡσυχάζω]], Ἀνθ. Π. παράρτ. 39· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀππ. 2) δὲν ἔχω κατοικίαν διαρκῆ, περιπλανῶμαι, καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Κορ. δ΄, 11. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:35, 5 August 2017
English (LSJ)
A to be never at rest, πόλοιο φορὰν . . -έουσαν App.Anth.3.146.4 (Theon); of the sea, Plu.Crass.17; βλέμμα ἀστατοῦν Hippiatr. 3. 2 to be unsettled, to be a wanderer, 1 Ep.Cor.4.11; to be inconstant, περὶ τοὺς γάμους Vett.Val.116.30.
German (Pape)
[Seite 374] unstät sein, schwanken, ἀστατοῦσα πόλου φορά Theo. Al. 4 (App. 39).
Greek (Liddell-Scott)
ἀστᾰτέω: εἶμαι ἄστατος, οὐδέποτε ἡσυχάζω, Ἀνθ. Π. παράρτ. 39· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀππ. 2) δὲν ἔχω κατοικίαν διαρκῆ, περιπλανῶμαι, καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν Ἐπιστ. Α΄ πρὸς Κορ. δ΄, 11.