ἅβρα: Difference between revisions
From LSJ
(13_3) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0004.png Seite 4]] ἡ, (substantivirtes fem. von [[ἁβρός]]), Zofe (delicata der Römer). S. Mein. zu Menand. p. 25; Luc. Merc. cond. 39 τῆς γυναικὸς ἅβραν παρθένον διέφθειρας. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0004.png Seite 4]] ἡ, (substantivirtes fem. von [[ἁβρός]]), Zofe (delicata der Römer). S. Mein. zu Menand. p. 25; Luc. Merc. cond. 39 τῆς γυναικὸς ἅβραν παρθένον διέφθειρας. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἅβρα''': ἡ, εὐνοουμένη [[δούλη]]· Λατ. delicata, Μένανδ. ἐν «Ἀπίστῳ», 1, ἐν «Σικυωνίῳ», 3. ἐν «Ψευδηρακλεῖ», 3. Ο΄, (Γεν. Κδ΄ 61, Ἔξ. β΄ 5. ἀλλ.). Συνήθως σχετίζουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ [[ἁβρός]]· (ἀλλὰ παλαιοί τινες γραμματικοὶ λέγουσι τὴν λέξ. ξένην καὶ γράφουσιν: ἄβρα· πρβ. Α. Β. 322). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:17, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A favourite slave, Men.64.3, al., LXX Ge.24.61, Ex.2.5, al., Plu.Caes.10, Aristaen.1.22, Luc.Tox.14. (Prob. Semitic; written by some Gramm. ἄβρα, cf. AB322.)
German (Pape)
[Seite 4] ἡ, (substantivirtes fem. von ἁβρός), Zofe (delicata der Römer). S. Mein. zu Menand. p. 25; Luc. Merc. cond. 39 τῆς γυναικὸς ἅβραν παρθένον διέφθειρας.
Greek (Liddell-Scott)
ἅβρα: ἡ, εὐνοουμένη δούλη· Λατ. delicata, Μένανδ. ἐν «Ἀπίστῳ», 1, ἐν «Σικυωνίῳ», 3. ἐν «Ψευδηρακλεῖ», 3. Ο΄, (Γεν. Κδ΄ 61, Ἔξ. β΄ 5. ἀλλ.). Συνήθως σχετίζουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ ἁβρός· (ἀλλὰ παλαιοί τινες γραμματικοὶ λέγουσι τὴν λέξ. ξένην καὶ γράφουσιν: ἄβρα· πρβ. Α. Β. 322).