περιπευκής: Difference between revisions
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
(c1) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0587.png Seite 587]] ές, sehr herb, schmerzhaft, [[βέλος]], Il. 11, 845. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0587.png Seite 587]] ές, sehr herb, schmerzhaft, [[βέλος]], Il. 11, 845. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''περιπευκής''': -ές, ([[πεύκη]]) ὁ [[πάνυ]] [[πικρός]], ὁ προξενῶν πόνους μεγάλους, ὀξὺ [[βέλος]] περιπευκὲς Ἰλ. Λ. 845· πρβλ. [[ἐχεπευκής]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπευκές· περισσῶς πικρόν, διὰ τὸ χρίεσθαι. πικρὰ γὰρ ἡ [[πεύκη]]». | |||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 5 August 2017
English (LSJ)
ές, (πεύκη)
A very sharp, keen, or painful, βέλος Il.11.845.
German (Pape)
[Seite 587] ές, sehr herb, schmerzhaft, βέλος, Il. 11, 845.
Greek (Liddell-Scott)
περιπευκής: -ές, (πεύκη) ὁ πάνυ πικρός, ὁ προξενῶν πόνους μεγάλους, ὀξὺ βέλος περιπευκὲς Ἰλ. Λ. 845· πρβλ. ἐχεπευκής. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπευκές· περισσῶς πικρόν, διὰ τὸ χρίεσθαι. πικρὰ γὰρ ἡ πεύκη».