σχοινιά: Difference between revisions
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
(13_3) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1056.png Seite 1056]] ἡ, 1) ein Klumpen zusammengewachsener Binsen, Theophr. – 2) Verbindung durch Stricke, Verstrickung; βοτρύων, ein Traubenkranz, Sp. – Bei Strab. 8, 6, 21 (p. 379) Ummauerung. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1056.png Seite 1056]] ἡ, 1) ein Klumpen zusammengewachsener Binsen, Theophr. – 2) Verbindung durch Stricke, Verstrickung; βοτρύων, ein Traubenkranz, Sp. – Bei Strab. 8, 6, 21 (p. 379) Ummauerung. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σχοινιά''': ἡ, ([[σχοῖνος]]) σωρὸς σχοίνων ἢ βούρλων, «βουρλιά», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 12, 2· ― σχ. βοτρύων, ὁρμαθὸς βοτρύων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 10. ΙΙ. [[τόπος]] μεμετρημένος (ἴδε [[σχοῖνος]] ΙΙΙ), ὁ [[περίβολος]] πόλεως ἢ [[μέρος]], Casaub. εἰς Στράβ. 379, Σύλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2056g. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:03, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (σχοῖνος)
A clump or bunch of rushes, Thphr.HP4.12.2; βοτρύων σχοινιαί clusters of grapes, J AJ12.2.10, prob. cj. in Aristeas 75. II (σχοῖνος 111) the wall of a city or part thereof, Str.8.6.21, dub. l. in CIG(add.)2056g (Odessus).
German (Pape)
[Seite 1056] ἡ, 1) ein Klumpen zusammengewachsener Binsen, Theophr. – 2) Verbindung durch Stricke, Verstrickung; βοτρύων, ein Traubenkranz, Sp. – Bei Strab. 8, 6, 21 (p. 379) Ummauerung.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινιά: ἡ, (σχοῖνος) σωρὸς σχοίνων ἢ βούρλων, «βουρλιά», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 12, 2· ― σχ. βοτρύων, ὁρμαθὸς βοτρύων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 10. ΙΙ. τόπος μεμετρημένος (ἴδε σχοῖνος ΙΙΙ), ὁ περίβολος πόλεως ἢ μέρος, Casaub. εἰς Στράβ. 379, Σύλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2056g.