ἀναλθής: Difference between revisions
From LSJ
γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
(13_1) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0196.png Seite 196]] ές, unheilbar, Hippocr.; – nicht heilsam, φάρμακα Bion 7, 4; dah. gefährlich, Qu. Sm. 9, 387; ἄτη Man. 2, 499. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0196.png Seite 196]] ές, unheilbar, Hippocr.; – nicht heilsam, φάρμακα Bion 7, 4; dah. gefährlich, Qu. Sm. 9, 387; ἄτη Man. 2, 499. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀναλθής''': -ές, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος θεραπείαν, [[ἀνίατος]], [[ἑλκύδριον]] Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 829. πρβλ. Ἀρκτῖν. παρὰ Σχολ. εἰς Ἰλ. Λ. 515 (Düntzer σ. 22). 2) ὁ μὴ θεραπεύων, [[ἀνίσχυρος]] πρὸς θεραπείαν, φάρμακα Βίων 7 (11). 4. ― Ὁ Ἡσύχιος ἑρμηνεύει: «ἀναλθές· ἀνίατον· ἀνυγίαστον: ἀναίσθητον». | |||
}} | }} |
Revision as of 11:27, 5 August 2017
English (LSJ)
ές,
A not to be healed, ἑλκύδριον Hp.Art.63, cf. Arctin.Iliup. 5, Aret.SD1.7, Q.S.3.84. 2 not healing, powerless to heal, φάρμακα Bion Fr.13.4. 3 deadly, inflicting incurable wounds, Opp. C.2.424.
German (Pape)
[Seite 196] ές, unheilbar, Hippocr.; – nicht heilsam, φάρμακα Bion 7, 4; dah. gefährlich, Qu. Sm. 9, 387; ἄτη Man. 2, 499.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλθής: -ές, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος θεραπείαν, ἀνίατος, ἑλκύδριον Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 829. πρβλ. Ἀρκτῖν. παρὰ Σχολ. εἰς Ἰλ. Λ. 515 (Düntzer σ. 22). 2) ὁ μὴ θεραπεύων, ἀνίσχυρος πρὸς θεραπείαν, φάρμακα Βίων 7 (11). 4. ― Ὁ Ἡσύχιος ἑρμηνεύει: «ἀναλθές· ἀνίατον· ἀνυγίαστον: ἀναίσθητον».