ἐφελκυστικός: Difference between revisions
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
(13_1) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1114.png Seite 1114]] ή, όν, anziehend, ψυχᾶς Hippod Stob. fl. 43, 93; – nachgeschleppt, hinten angehängt, ν ἐφελκυστικόν, Gramm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1114.png Seite 1114]] ή, όν, anziehend, ψυχᾶς Hippod Stob. fl. 43, 93; – nachgeschleppt, hinten angehängt, ν ἐφελκυστικόν, Gramm. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐφελκυστικός''': -ή, -όν, ὁ ἐφελκόμενος, ὡς παρὰ Γραμμ. νῦ ἐφελκυστικόν. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἕλκων, σύρων πρὸς ἑαυτόν, ἐφελκυστικὸν τᾶς ψυχᾶς Ἱππόδαμ. παρὰ Στοβ. 249· 52· τοῦ ν Εὐστ. 52. 22. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 24. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:38, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A drawing on, attractive, τᾶς ψυχᾶς Hippod. ap. Stob.4.1.94; τὸ ε . . γίνεται ἐ. τοῦ ν Choerob. in Theod.2.38, cf. EM431.22, Eust.52.22. Adv. -κῶς Sch.Luc.VH 2.25. II in later Gramm., Pass., attracted, suffixed, τὸ ν ἐφελκυστικὸν γίνεται EM438.50, cf. Sch.D.T.p.465 H.
German (Pape)
[Seite 1114] ή, όν, anziehend, ψυχᾶς Hippod Stob. fl. 43, 93; – nachgeschleppt, hinten angehängt, ν ἐφελκυστικόν, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφελκυστικός: -ή, -όν, ὁ ἐφελκόμενος, ὡς παρὰ Γραμμ. νῦ ἐφελκυστικόν. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἕλκων, σύρων πρὸς ἑαυτόν, ἐφελκυστικὸν τᾶς ψυχᾶς Ἱππόδαμ. παρὰ Στοβ. 249· 52· τοῦ ν Εὐστ. 52. 22. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 24.