ἐφελκυστικός
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
ἐφελκυστική, ἐφελκυστικόν,
A drawing on, attractive, τᾶς ψυχᾶς Hippod. ap. Stob.4.1.94; τὸ ε.. γίνεται ἐ. τοῦ ν Choerob. in Theod.2.38, cf. EM431.22, Eust.52.22. Adv. ἐφελκυστικῶς Sch.Luc.VH 2.25.
II in later Gramm., Pass., attracted, suffixed, τὸ ν ἐφελκυστικὸν γίνεται EM438.50, cf. Sch.D.T.p.465 H.
German (Pape)
[Seite 1114] ή, όν, anziehend, ψυχᾶς Hippod Stob. fl. 43, 93; – nachgeschleppt, hinten angehängt, ν ἐφελκυστικόν, Gramm.
Russian (Dvoretsky)
ἐφελκυστικός: притянутый: «ν» ἐφελκυοτικόν грам. приставное «ν» (напр. в ἐστίν).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφελκυστικός: -ή, -όν, ὁ ἐφελκόμενος, ὡς παρὰ Γραμμ. νῦ ἐφελκυστικόν. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἕλκων, σύρων πρὸς ἑαυτόν, ἐφελκυστικὸν τᾶς ψυχᾶς Ἱππόδαμ. παρὰ Στοβ. 249· 52· τοῦ ν Εὐστ. 52. 22. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 24.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἐφελκυστικός, -ή, -όν) εφελκύω
1. αυτός που έλκει, που σύρει προς το μέρος του
2. φρ. «εφελκυστικό ν» — το ευφωνικό ν («τὸ ν ἐφελκυστικόν ἐστιν ἐν τῷ τρίτῳ προσώπῳ», Μέγα Ετυμολογικόν)
3. μτφ. αυτός που δημιουργεί σημείο προσέγγισης.
επίρρ...
εφελκυστικώς (Α ἐφελκυστικῶς)
κατά εφελκυστικό τρόπο.
Translations
attractive
Arabic: جَذَّاب; Belarusian: прывабны, прываблівы, прынадны, панадлівы; Bulgarian: привлекателен; Catalan: atractiu; Chinese Mandarin: 吸引人, 有吸引力的; Czech: přitažlivý, atraktivní; Danish: tiltrækkende, attraktiv; Dutch: aantrekkelijk, attractief; Esperanto: alloga; Finnish: houkutteleva, kiinnostava; French: attrayant, attractif, sympathique; Galician: atractivo; Georgian: მომხიბლველი; German: attraktiv; Greek: ελκυστικός, γοητευτικός, θελκτικός, τραβηχτικός; Ancient Greek: ἀγωγός, ἀρπαλέος, ἁρπαλέος, δημοτερπής, εἰδάλιμος, ἑλκτικός, ἑλκυστικός, ἐνδίολκος, ἐπαγωγικός, ἐπαγωγός, ἐπακτικός, ἐπαφρόδιτος, ἐπισπαστικός, εὐειδής, εὐήδονος, εὐήρατος, εὔμορφος, εὔοπτος, εὐπρεπής, εὐφραντικός, ἐφελκτικός, ἐφελκυστικός, ἐφολκός, ἰδανός, καταγωγός, κωτίλος, προσαγωγός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Hungarian: vonzó, csábító; Irish: caithiseach; Italian: attraente, procace, stuzzicante, allettante; Japanese: 魅力的な; Macedonian: привлечен, симпатичен; Malayalam: ആകർഷകമായ; Marathi: आकर्षक; Norman: séduisant; Norwegian: attraktiv, tiltrekkende; Polish: atrakcyjny; Portuguese: atraente; Romanian: atractiv; Russian: привлекательный, симпатичный; Scottish Gaelic: tarraingeach, tlachdmhor; Spanish: atractivo; Telugu: ఆకర్షణీయమైన; Turkish: cazip, cezbedici; Ukrainian: привабливий, привабний, принадливий, принадний