νέκρωσις: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
(c2) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0238.png Seite 238]] ἡ, das Tödten, Sp., N. T.; auch das Absterben einzelner Glieder. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0238.png Seite 238]] ἡ, das Tödten, Sp., N. T.; auch das Absterben einzelner Glieder. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''νέκρωσις''': ἡ, [[ἀπονέκρωσις]], Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 10. Ἐπιστ. π. Ρωμ. δ΄, 19· ν. πραγμάτων Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ.· πρβλ. [[ἀπονέκρωσις]]. ΙΙ. [[θάνατος]] ἢ νεκρικὴ [[κατάστασις]], Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. δ΄, 10. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:44, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A mortification, Aret.SA2.10, Gal.18(1).156; μήτρας Ep.Rom.4.19: metaph., νεκροὺς ὁρῶν νέκρωσιν ἕξεις πραγμάτων Astramps.Onir.p.6R. II death, τὴν ν. τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες 2 Ep.Cor.4.10.
German (Pape)
[Seite 238] ἡ, das Tödten, Sp., N. T.; auch das Absterben einzelner Glieder.
Greek (Liddell-Scott)
νέκρωσις: ἡ, ἀπονέκρωσις, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 10. Ἐπιστ. π. Ρωμ. δ΄, 19· ν. πραγμάτων Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ.· πρβλ. ἀπονέκρωσις. ΙΙ. θάνατος ἢ νεκρικὴ κατάστασις, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. δ΄, 10.