ἁφάω: Difference between revisions

From LSJ

φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναι → wherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find

Source
(c2)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0408.png Seite 408]] befühlen, untersuchen, ἀσπίδα καὶ θώρηκα καὶ ἀγκύλα τόξ' ἁφόωντα Il. 6, 322. Vgl. [[ἀφάσσω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0408.png Seite 408]] befühlen, untersuchen, ἀσπίδα καὶ θώρηκα καὶ ἀγκύλα τόξ' ἁφόωντα Il. 6, 322. Vgl. [[ἀφάσσω]].
}}
{{ls
|lstext='''ἁφάω''': (ἁφὴ) καὶ ἅφ-, Ἐπ. [[ῥῆμα]] [[ψαύω]], ἅπτομαι, θώρηκα καὶ ἀγκύλα τόξ’ ἁφόωντα, «ψηλαφῶντα, ἢ λαμπρύνοντα» (Σχόλ.), Ἰλ. Ζ. 322· ὠτειλὰς ἀφόωσιν Ὀππ. Ἁλ. 5. 329· ἀφόων θησαυρὸν Ἀνθ. Π. 11. 366. ‒ Πρβλ. ἀμφ-, ἐπαφάω, [[ἀφάσσω]].
}}
}}

Revision as of 10:08, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁφάω Medium diacritics: ἁφάω Low diacritics: αφάω Capitals: ΑΦΑΩ
Transliteration A: hapháō Transliteration B: haphaō Transliteration C: afao Beta Code: a(fa/w

English (LSJ)

(ἁφή Ep. Verb,

   A to handle, θώρηκα καὶ ἀγκύλα τόξ' ἁφόωντα rubbing and polishing them, Il.6.322; ὠτειλὰς ἁφόωσιν Opp.H.5.329; ἁφόων θησαυρόν AP11.366 (Maced.).

German (Pape)

[Seite 408] befühlen, untersuchen, ἀσπίδα καὶ θώρηκα καὶ ἀγκύλα τόξ' ἁφόωντα Il. 6, 322. Vgl. ἀφάσσω.

Greek (Liddell-Scott)

ἁφάω: (ἁφὴ) καὶ ἅφ-, Ἐπ. ῥῆμα ψαύω, ἅπτομαι, θώρηκα καὶ ἀγκύλα τόξ’ ἁφόωντα, «ψηλαφῶντα, ἢ λαμπρύνοντα» (Σχόλ.), Ἰλ. Ζ. 322· ὠτειλὰς ἀφόωσιν Ὀππ. Ἁλ. 5. 329· ἀφόων θησαυρὸν Ἀνθ. Π. 11. 366. ‒ Πρβλ. ἀμφ-, ἐπαφάω, ἀφάσσω.