πρυλέες: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(13_6b) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0801.png Seite 801]] οἱ, die schwerbewaffneten Krieger zu Fuße, vgl. Schol. Il. 11, 49. 12, 77, wo es als Ggstz der Wagenkämpfer heißt αὐτοὶ δὲ [[πρυλέες]] σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες u. Herm. es durch πρόμαχοι erklärt (vgl. das Folgende); ἡγεμόνα πρυλέων, Il. 15, 517; τὸν πρώτοισι μετὰ πρυλέεσσι δαμάσσας, 21, 90; als Ggstz des vom Wagen herabkämpfenden Heerführers, Hes. Sc. 193. Von dem Helm der Athene heißt es κυνέην ἑκατὸν πολίων πρυλέεσσ' ἀραρυῖαν, Il. 5, 743, nach Einigen für hundert Kämpfer passend, nach Andern, wie ἑκατὸν θυσάνοις ἀραρυῖα, mit hundert Figuren von Streitern versehen, geschmückt. In Ep. ad. 596 (App. 134) stehen neben einander ὁπλιτῶν, πρυλέων, κρατερῶν [[πάλιν]] ἱπποκορυστῶν. Bei Opp. Cyn. 3, 124 adj., dichtgedrängt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0801.png Seite 801]] οἱ, die schwerbewaffneten Krieger zu Fuße, vgl. Schol. Il. 11, 49. 12, 77, wo es als Ggstz der Wagenkämpfer heißt αὐτοὶ δὲ [[πρυλέες]] σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες u. Herm. es durch πρόμαχοι erklärt (vgl. das Folgende); ἡγεμόνα πρυλέων, Il. 15, 517; τὸν πρώτοισι μετὰ πρυλέεσσι δαμάσσας, 21, 90; als Ggstz des vom Wagen herabkämpfenden Heerführers, Hes. Sc. 193. Von dem Helm der Athene heißt es κυνέην ἑκατὸν πολίων πρυλέεσσ' ἀραρυῖαν, Il. 5, 743, nach Einigen für hundert Kämpfer passend, nach Andern, wie ἑκατὸν θυσάνοις ἀραρυῖα, mit hundert Figuren von Streitern versehen, geschmückt. In Ep. ad. 596 (App. 134) stehen neben einander ὁπλιτῶν, πρυλέων, κρατερῶν [[πάλιν]] ἱπποκορυστῶν. Bei Opp. Cyn. 3, 124 adj., dichtgedrängt. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πρῠλέες''': έων, οἱ, πεζοὶ ὁπλῖται, αὐτοὶ δὲ [[πρυλέες]] σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ἡγεμόνας τοὺς μαχομένους ἀπὸ τοῦ ἅρματος, Ἰλ. Λ. 49, Μ. 77· Λαοδάμαντα, ἡγεμόνα πρυλέων Ο. 517· Ἄρης... πρυλέεσσι κελεύων Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 193· - ὁ Ἕρμανν. ἑρμηνεύει τὴν λέξιν ὡς = πρόμαχοι (πρβλ. [[πρύτανις]]), Πονημ. 4. 286-291· καὶ τὸ ἐν Ἰλ. Φ. 90 (πρώτοισι [[μετὰ]] πρυλέεσσι) ὑποστηρίζει [[μέχρι]] τινὸς τὴν ἑρμηνείαν ταύτην. 2) παρὰ μεταγεν. ὡς ἐπίθ., κατὰ πλήθη, πυκνοί, πάμπολλοι, ὡς οἱ πεζοὶ στρατιῶται, Ὀππ. Κυνηγ. 3. 124. - Πρβλ. τὸ ἑπόμ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:27, 5 August 2017
English (LSJ)
έων, οἱ,
A men-at-arms, soldiers, αὐτοὶ δὲ π. σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες, opp. chiefs fighting from chariots, Il.11.49; πρώτοισι μετὰ πρυλέεσσι 21.90; Λαοδάμαντα, ἡγεμόνα πρυλέων 15.517; κυνέην . . ἑκατὸν πολίων πρυλέεσσ' ἀραρυῖαν 5.744; Ἄρης . . πρυλέεσσι κελεύων Hes.Sc.193: dat. pl. (Boeot. or Lacon.) προυλέσι (q.v.). 2 later as Adj., close, in masses, like foot-soldiers, Opp.C.3.125.
German (Pape)
[Seite 801] οἱ, die schwerbewaffneten Krieger zu Fuße, vgl. Schol. Il. 11, 49. 12, 77, wo es als Ggstz der Wagenkämpfer heißt αὐτοὶ δὲ πρυλέες σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες u. Herm. es durch πρόμαχοι erklärt (vgl. das Folgende); ἡγεμόνα πρυλέων, Il. 15, 517; τὸν πρώτοισι μετὰ πρυλέεσσι δαμάσσας, 21, 90; als Ggstz des vom Wagen herabkämpfenden Heerführers, Hes. Sc. 193. Von dem Helm der Athene heißt es κυνέην ἑκατὸν πολίων πρυλέεσσ' ἀραρυῖαν, Il. 5, 743, nach Einigen für hundert Kämpfer passend, nach Andern, wie ἑκατὸν θυσάνοις ἀραρυῖα, mit hundert Figuren von Streitern versehen, geschmückt. In Ep. ad. 596 (App. 134) stehen neben einander ὁπλιτῶν, πρυλέων, κρατερῶν πάλιν ἱπποκορυστῶν. Bei Opp. Cyn. 3, 124 adj., dichtgedrängt.
Greek (Liddell-Scott)
πρῠλέες: έων, οἱ, πεζοὶ ὁπλῖται, αὐτοὶ δὲ πρυλέες σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τοὺς ἡγεμόνας τοὺς μαχομένους ἀπὸ τοῦ ἅρματος, Ἰλ. Λ. 49, Μ. 77· Λαοδάμαντα, ἡγεμόνα πρυλέων Ο. 517· Ἄρης... πρυλέεσσι κελεύων Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 193· - ὁ Ἕρμανν. ἑρμηνεύει τὴν λέξιν ὡς = πρόμαχοι (πρβλ. πρύτανις), Πονημ. 4. 286-291· καὶ τὸ ἐν Ἰλ. Φ. 90 (πρώτοισι μετὰ πρυλέεσσι) ὑποστηρίζει μέχρι τινὸς τὴν ἑρμηνείαν ταύτην. 2) παρὰ μεταγεν. ὡς ἐπίθ., κατὰ πλήθη, πυκνοί, πάμπολλοι, ὡς οἱ πεζοὶ στρατιῶται, Ὀππ. Κυνηγ. 3. 124. - Πρβλ. τὸ ἑπόμ.