χριστεπώνυμος: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(c1) |
(47b) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1377.png Seite 1377]] nach Christus benannt, Christi Namen führend, Sp., K. S. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1377.png Seite 1377]] nach Christus benannt, Christi Namen führend, Sp., K. S. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[χριστεπώνυμος]], -ον, ΝΜ<br /><b>εκκλ.</b> αυτός που έχει την [[επωνυμία]] του Ιησού Χριστού, [[χριστιανός]] («χριστεπώνυμο [[πλήρωμα]]» — τα [[μέλη]] της χριστιανικής εκκλησίας, το [[σύνολο]] τών χριστιανών).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Χριστός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἐπώνυμος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:09, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1377] nach Christus benannt, Christi Namen führend, Sp., K. S.
Greek Monolingual
-η, -ο / χριστεπώνυμος, -ον, ΝΜ
εκκλ. αυτός που έχει την επωνυμία του Ιησού Χριστού, χριστιανός («χριστεπώνυμο πλήρωμα» — τα μέλη της χριστιανικής εκκλησίας, το σύνολο τών χριστιανών).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + ἐπώνυμος.