χριστεπώνυμος

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366

German (Pape)

[Seite 1377] nach Christus benannt, Christi Namen führend, Sp., K. S.

Greek Monolingual

-η, -ο / χριστεπώνυμος, -ον, ΝΜ
εκκλ. αυτός που έχει την επωνυμία του Ιησού Χριστού, χριστιανός («χριστεπώνυμο πλήρωμα» — τα μέλη της χριστιανικής εκκλησίας, το σύνολο τών χριστιανών).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + ἐπώνυμος.