χριστεπώνυμος
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
German (Pape)
[Seite 1377] nach Christus benannt, Christi Namen führend, Sp., K. S.
Greek Monolingual
-η, -ο / χριστεπώνυμος, -ον, ΝΜ
εκκλ. αυτός που έχει την επωνυμία του Ιησού Χριστού, χριστιανός («χριστεπώνυμο πλήρωμα» — τα μέλη της χριστιανικής εκκλησίας, το σύνολο τών χριστιανών).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + ἐπώνυμος.