καγκελωτός: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(c2) |
(18) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1278.png Seite 1278]] cancellatus, Poll. 8, 124; Schol. Ar. Equ. 672 κιγκλίδα, τὴν καγκελωτὴν θύραν. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1278.png Seite 1278]] cancellatus, Poll. 8, 124; Schol. Ar. Equ. 672 κιγκλίδα, τὴν καγκελωτὴν θύραν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[καγκελωτός]] και καγκελλωτός, -ή, -όν) [[κάγκελ</i>(<i>λ</i>)<i>ον]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος με κάγκελα, από κάγκελα, [[κιγκλιδωτός]]<br /><b>2.</b> αυτός που μοιάζει με [[κάγκελο]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:37, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1278] cancellatus, Poll. 8, 124; Schol. Ar. Equ. 672 κιγκλίδα, τὴν καγκελωτὴν θύραν.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α καγκελωτός και καγκελλωτός, -ή, -όν) [[κάγκελ(λ)ον]]
1. κατασκευασμένος με κάγκελα, από κάγκελα, κιγκλιδωτός
2. αυτός που μοιάζει με κάγκελο.