ξυστάρχης: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(c1) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0283.png Seite 283]] ὁ, Vorsteher eines [[ξυστός]], Ringeplatzes, Inscr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0283.png Seite 283]] ὁ, Vorsteher eines [[ξυστός]], Ringeplatzes, Inscr. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ξυστάρχης''': -ου, ὁ, (ξυστὸς) ὁ ἄρχων ξυστοῦ, παλαίστρας ἢ γυμναστηρίου, παραπλήσιον τῷ [[γυμνασιάρχης]], Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 1., 1428, 2583, κ. ἀλλ.˙ - ξυσταρχέω, εἶμαι [[ξυστάρχης]], 2995˙ ξυσταρχία, 3206Β. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 5 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (ξυστός)
A president of an athletic association, ὃν βασιλῆς . . στῆσαν ἀεθλοθέτην ξυστάρχην IG 3.1171, cf. POxy.1050.7 (ii/iii A. D.), Sammelb.5725, etc. ; διὰ βίου ξ. IGRom.4.1215 (Smyrna), IG14.1102, al.
German (Pape)
[Seite 283] ὁ, Vorsteher eines ξυστός, Ringeplatzes, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
ξυστάρχης: -ου, ὁ, (ξυστὸς) ὁ ἄρχων ξυστοῦ, παλαίστρας ἢ γυμναστηρίου, παραπλήσιον τῷ γυμνασιάρχης, Συλλ. Ἐπιγρ. 765. 1., 1428, 2583, κ. ἀλλ.˙ - ξυσταρχέω, εἶμαι ξυστάρχης, 2995˙ ξυσταρχία, 3206Β.