ἔκδοτος: Difference between revisions
(13_5) |
(6_17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0758.png Seite 758]] adj. verb. zu [[ἐκδίδωμι]], in den daselbst angeführten Bedeutungen, bes. = verrathen, ἔκδοτον ποιεῖν τινα ἐς τοὺς Πέρσας, an die Perser, Her. 3, 1, wie τινί Isocr. 4, 122; Aesch. 3, 61; [[ἔκδοτος]] [[γίγνομαι]] Eur. Ion 1251; Her. 6, 85; auch ἔκδοτον διδόναι, Dem. 23, 217; ἑαυτὴν ἔκδοτον παρέχειν, sich hingeben, Luc. D. D. 20, 13. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0758.png Seite 758]] adj. verb. zu [[ἐκδίδωμι]], in den daselbst angeführten Bedeutungen, bes. = verrathen, ἔκδοτον ποιεῖν τινα ἐς τοὺς Πέρσας, an die Perser, Her. 3, 1, wie τινί Isocr. 4, 122; Aesch. 3, 61; [[ἔκδοτος]] [[γίγνομαι]] Eur. Ion 1251; Her. 6, 85; auch ἔκδοτον διδόναι, Dem. 23, 217; ἑαυτὴν ἔκδοτον παρέχειν, sich hingeben, Luc. D. D. 20, 13. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἔκδοτος''': -ον, ὁ ἐκδιδόμενος, παραδιδόμενος, [[κυρίως]] ὁ προδιδόμενος, ἔκδοτόν μιν ἐποίησε ἐς τοὺς Πέρσας Ἡρόδ. 3. 1, πρβλ. Ἰσοκρ. 66Β, Αἰσχίν. 73. 42· ἔκδ. τινα διδόναι Δημ. 648. 25· γίγνεσθαι [[αὐτόθι]], Εὐρ. Ἴων 1251· μεταφ., παρέχειν ἑαυτὴν ἔκδοτόν τινι, παραδιδόναι ἑαυτὴν ὁλοκλήρως εἴς τινα, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 13. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:47, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A given up, delivered, esp. betrayed, ἔκδοτόν μιν ἐποίησε ἐς τοὺς Πέρσας Hdt.3.1, cf. Isoc.4.122 ; τὴν Βοιωτίαν Θηβαίοις Aeschin.3.142 ; ἱκέτην ἔ. διδόναι D.23.85, etc. ; τοῖς πολεμίοις παραδιδόναι Lycurg.85 ; οὔτε σοὶ οὔτε ἄλλῃ οὐδεμιᾷ περιστάσει δώσομεν ἑαυτοὺς ἐ. Metrod.Fr.49 ; λαβών τινα ἔ. ὑπὸ τοῦ ὕπνον J.AJ6.13.9 ; ἔκδοτος ἄγεσθαι Hdt.6.85 ; γίγνεσθαι ibid., E.Ion1251 ; ἔ. διὰ χειρὸς ἀνόμων Act.Ap.2.23 : metaph., παρέχειν ἑαυτὴν ἔ. τινι to give herself entirely up to him, Luc.DDeor.20.13 ; ἔ. σεαυτὴν τῷ ποταμῷ ἐᾶσαι Porph. Marc.5 ; [χώρα] ἔ. τῷ κακῷ Id.Chr.49 ; πρὸς ὕβριν ἔ. Iamb.Protr. 2. II given in marriage, PMasp.5.10 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 758] adj. verb. zu ἐκδίδωμι, in den daselbst angeführten Bedeutungen, bes. = verrathen, ἔκδοτον ποιεῖν τινα ἐς τοὺς Πέρσας, an die Perser, Her. 3, 1, wie τινί Isocr. 4, 122; Aesch. 3, 61; ἔκδοτος γίγνομαι Eur. Ion 1251; Her. 6, 85; auch ἔκδοτον διδόναι, Dem. 23, 217; ἑαυτὴν ἔκδοτον παρέχειν, sich hingeben, Luc. D. D. 20, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκδοτος: -ον, ὁ ἐκδιδόμενος, παραδιδόμενος, κυρίως ὁ προδιδόμενος, ἔκδοτόν μιν ἐποίησε ἐς τοὺς Πέρσας Ἡρόδ. 3. 1, πρβλ. Ἰσοκρ. 66Β, Αἰσχίν. 73. 42· ἔκδ. τινα διδόναι Δημ. 648. 25· γίγνεσθαι αὐτόθι, Εὐρ. Ἴων 1251· μεταφ., παρέχειν ἑαυτὴν ἔκδοτόν τινι, παραδιδόναι ἑαυτὴν ὁλοκλήρως εἴς τινα, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 13.