σμοιός: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
(c1)
 
(6_10)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0911.png Seite 911]] = [[σκυθρωπός]], auch [[μοιός]] u. σμυός, Gramm.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0911.png Seite 911]] = [[σκυθρωπός]], auch [[μοιός]] u. σμυός, Gramm.
}}
{{ls
|lstext='''σμοιός''': -ή, -όν, Ἀρκάδ. 37, σμοῖος, α, ον, Θεόγνωστ. ἐν Ὀξων. Ἀνεκδ. 49, = [[σκυθρωπός]]· [[ὡσαύτως]] μοιός, [[σμυός]], Γραμμ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[χαλεπός]], [[φοβερός]], [[στυγνός]]».
}}
}}

Revision as of 10:21, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 911] = σκυθρωπός, auch μοιός u. σμυός, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

σμοιός: -ή, -όν, Ἀρκάδ. 37, σμοῖος, α, ον, Θεόγνωστ. ἐν Ὀξων. Ἀνεκδ. 49, = σκυθρωπός· ὡσαύτως μοιός, σμυός, Γραμμ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «χαλεπός, φοβερός, στυγνός».