ἐκμανθάνω: Difference between revisions
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(13_6a) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0768.png Seite 768]] (s. [[μανθάνω]]), (von Grund aus) erlernen, lernen; τέχνας ἀπό τινος Aesch. Prom. 254; μάθησιν οὐ καλήν Soph. Tr. 450; [[παρά]] τινος O. R. 287; τῶν δ' [[ἕως]] ἂν ἐκμάθω, τίνας λόγους ἐροῦσιν O. C. 114; τοῦ θεοῦ, vom Gotte, 1439, wie Ar. Eccl. 244; Her. 2, 91 u. Folgde; ποιητὰς ὅλους, auswendig lernen, Plat. Legg. VII, 811 a (wie Aesch. 3, 135); ἐκ δέλτων Axioch. 371 a; ἔχθραν Isocr. 4, 159, sich fest einprägen; – genau untersuchen; Her. 7, 28; Xen. Cyr. 1, 6, 40. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0768.png Seite 768]] (s. [[μανθάνω]]), (von Grund aus) erlernen, lernen; τέχνας ἀπό τινος Aesch. Prom. 254; μάθησιν οὐ καλήν Soph. Tr. 450; [[παρά]] τινος O. R. 287; τῶν δ' [[ἕως]] ἂν ἐκμάθω, τίνας λόγους ἐροῦσιν O. C. 114; τοῦ θεοῦ, vom Gotte, 1439, wie Ar. Eccl. 244; Her. 2, 91 u. Folgde; ποιητὰς ὅλους, auswendig lernen, Plat. Legg. VII, 811 a (wie Aesch. 3, 135); ἐκ δέλτων Axioch. 371 a; ἔχθραν Isocr. 4, 159, sich fest einprägen; – genau untersuchen; Her. 7, 28; Xen. Cyr. 1, 6, 40. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐκμανθάνω''': μέλλ. -μαθήσομαι, [[μανθάνω]] ἐντελῶς, καὶ ἐν παρῳχημένοις χρόνοις, ἔμαθον ἐντελῶς, [[γνωρίζω]] πολὺ καλά, ἐκμ. τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν Ἡρόδ. 2. 154· ἀνδρὸς ψυχὴν Σοφ. Ἀντ. 175· ἐκμ. τι ἀπό τινος Αἰσχύλ. Πρ. 254· ἔκ τινος Πλάτ. Ἀξ. 371Α· [[παρά]] τινος Σοφ. Ο. Τ. 286· τινος [[αὐτόθι]] 1439, Ο. Κ. 114, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 244· ἐκμ. ὅτι.., Ἡρόδ. 3. 134. ΙΙ. [[ἐξετάζω]] αὐστηρῶς, ἐρευνῶ [[μετὰ]] προσοχῆς, Ἡρόδ. 7. 28, Εὐρ. Ι. Τ. 667, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 40. ΙΙΙ. [[μανθάνω]] ἀπὸ στήθους, ὅλους ποιητὰς Πλάτ. Νόμ. 811Α· Σαπφοῦς τἀρωτικὰ Ἐπικράτ. ἐν «Ἀντιλαΐδι» 3· Διονυσίου δράματα Ἔφιππ. ἐν «Ὁμοίοις» 2· ἵνα [[πολλάκις]] ἀκούοντες τῶν ἐπῶν ἐκμανθάνωμεν τὴν ἔχθραν Ἰσοκρ. 74Β. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:35, 5 August 2017
English (LSJ)
A learn thoroughly, and, in past tenses, to have learnt thoroughly, know full well, ἐ. τὴν [Ἑλλάδα] γλῶσσαν Hdt.2.154; ἀνδρὸς ψυχήν S.Ant.175; ἐ. τι ἀπό τινος A.Pr.256; ἔκ τινος Pl.Ax.371a; παρά τινος S.OT286; τοῦ θεοῦ τί πρακτέον ib.1439, cf. OC114, Ar.Ec. 244; ἐ. ὅτι.. Hdt.3.134. II examine closely, search out, Id.7.28, E.IT667, X.Cyr.1.6.40. III learn by heart, ὅλους ποιητάς Pl. Lg.811a, cf.Aeschin.3.135; ᾄσματα Thphr.Char.27.7; Σαπφοῦς τἀρωτικά Epicr.4; Διονυσίου δράματα Ephipp.16; ἵνα πολλάκις ἀκούοντες τῶν ἐπῶν ἐκμανθάνωμεν τὴν ἔχθραν Isoc.4.159.
German (Pape)
[Seite 768] (s. μανθάνω), (von Grund aus) erlernen, lernen; τέχνας ἀπό τινος Aesch. Prom. 254; μάθησιν οὐ καλήν Soph. Tr. 450; παρά τινος O. R. 287; τῶν δ' ἕως ἂν ἐκμάθω, τίνας λόγους ἐροῦσιν O. C. 114; τοῦ θεοῦ, vom Gotte, 1439, wie Ar. Eccl. 244; Her. 2, 91 u. Folgde; ποιητὰς ὅλους, auswendig lernen, Plat. Legg. VII, 811 a (wie Aesch. 3, 135); ἐκ δέλτων Axioch. 371 a; ἔχθραν Isocr. 4, 159, sich fest einprägen; – genau untersuchen; Her. 7, 28; Xen. Cyr. 1, 6, 40.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμανθάνω: μέλλ. -μαθήσομαι, μανθάνω ἐντελῶς, καὶ ἐν παρῳχημένοις χρόνοις, ἔμαθον ἐντελῶς, γνωρίζω πολὺ καλά, ἐκμ. τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν Ἡρόδ. 2. 154· ἀνδρὸς ψυχὴν Σοφ. Ἀντ. 175· ἐκμ. τι ἀπό τινος Αἰσχύλ. Πρ. 254· ἔκ τινος Πλάτ. Ἀξ. 371Α· παρά τινος Σοφ. Ο. Τ. 286· τινος αὐτόθι 1439, Ο. Κ. 114, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 244· ἐκμ. ὅτι.., Ἡρόδ. 3. 134. ΙΙ. ἐξετάζω αὐστηρῶς, ἐρευνῶ μετὰ προσοχῆς, Ἡρόδ. 7. 28, Εὐρ. Ι. Τ. 667, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 40. ΙΙΙ. μανθάνω ἀπὸ στήθους, ὅλους ποιητὰς Πλάτ. Νόμ. 811Α· Σαπφοῦς τἀρωτικὰ Ἐπικράτ. ἐν «Ἀντιλαΐδι» 3· Διονυσίου δράματα Ἔφιππ. ἐν «Ὁμοίοις» 2· ἵνα πολλάκις ἀκούοντες τῶν ἐπῶν ἐκμανθάνωμεν τὴν ἔχθραν Ἰσοκρ. 74Β.